Η Ελλάδα, βάση των ερευνητικών δεδομένων των τελευταίων ετών, βρίσκεται μεταξύ των χωρών με τα υψηλότερα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας παγκοσμίως, με το 37,5% των παιδιών 2-14 ετών να έχει βάρος υψηλότερο του φυσιολογικού.
Η παχυσαρκία μπορεί να επηρεάσει τόσο την κατάσταση θρέψης όσο και την ανάπτυξη των παιδιών. Η παχυσαρκία στην παιδική ηλικία συνδέεται με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης σιδηροπενίας και σιδηροπενικής αναιμίας, μπορεί να αποτελέσει την αιτία πρώιμης εμμηναρχής στα κορίτσια, αλλά συνδέεται και με μυοσκελετικά και αναπνευστικά προβλήματα. Επιπρόσθετα, η παχυσαρκία έχει αντίκτυπο και στην ψυχική υγεία του παιδιού, μέσω του κοινωνικού στιγματισμού επηρεάζοντας έτσι αρνητικά μεταξύ άλλων την κοινωνικοποίησή του και τις σχολικές του επιδόσεις. Τέλος, συνδέεται ισχυρά με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης υψηλής αρτηριακής πίεσης, υψηλής χοληστερόλης στο αίμα, ινσουλινοαντίστασης και σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ.
Η προσχολική και σχολική ηλικία αποτελούν κρίσιμες περιόδους για την υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών συνηθειών, οι οποίες μπορούν να διατηρηθούν και στην ενήλικη ζωή. Οι υγιεινές διατροφικές συνήθειες που υιοθετούνται από μικρή ηλικία συμβάλλουν στην πρόληψη τόσο της παχυσαρκίας κατά την παιδική και ενήλικη ζωή, όσο και των υπόλοιπων διατροφοεξαρτώμενων νοσημάτων.
Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας περνούν μεγάλο μέρος της καθημερινότητας τους στις δομές προσχολικής αγωγής και καταναλώνουν σε αυτές τουλάχιστον 2-3 γεύματα ημερησίως. Οι παιδικοί σταθμοί αποτελούν το ιδανικό περιβάλλον διαμόρφωσης υγιεινών συνηθειών και γι’ αυτό πρέπει να προάγουν την υγιεινή διατροφή και τη σωματική δραστηριότητα και να ενισχύουν τις δεξιότητες των παιδιών προς την υιοθέτηση αυτών των συνηθειών. Τα διαιτολόγια των σταθμών καταρτίζονται από τον/την Παιδίατρο του Σταθμού, ενώ συστήνεται κατά τη διαμόρφωση του να λαμβάνονται υπόψη οι ενδεικτικές επιλογές που περιλαμβάνονται στη σχετική Απόφαση.
Σημαντικό αποτελεί όμως και η υιοθέτηση των υγιεινών διατροφικών συνηθειών από την ίδια την οικογένεια. Σύμφωνα με δεδομένα εθνικών μελετών, τα παιδιά στη χώρα μας καταναλώνουν καθημερινά σημαντικές ποσότητες τροφίμων που χαρακτηρίζονται ως ενεργειακά πυκνά, όπως προϊόντα αρτοποιίας (τυρόπιτα, πίτσα, κρουασάν κλπ), γλυκίσματα (π.χ. σοκολάτες, καραμέλες) και αλμυρά σνακ (π.χ.τσιπς). Σύμφωνα με τις εθνικές διατροφικές συστάσεις η διαθεσιμότητα αυτών των τροφίμων πρέπει να είναι περιορισμένη στην συνολική διατροφή των παιδιών και να διατίθενται μόνο σε ειδικές περιστάσεις. Τα εν λόγω τρόφιμα περιέχουν σημαντικές ποσότητες θρεπτικών συστατικών (όπως πρόσθετα σάκχαρα, κορεσμένα λιπαρά οξέα, trans λιπαρά οξέα, νάτριο), η αυξημένη πρόσληψη των οποίων σχετίζεται με την εμφάνιση παχυσαρκίας και διατροφοεξαρτώμενων νοσημάτων. Ειδικότερα, η αυξημένη πρόσληψη σακχάρων σχετίζεται με την ανάπτυξη οδοντικής τερηδόνας, χρόνιων μεταβολικών νοσημάτων και αύξηση του σωματικού βάρους.
Θα πρέπει, επίσης, να υπάρχει διάκριση μεταξύ των φρέσκων φρούτων και του οφέλους για την υγεία που συνεπάγεται η κατανάλωσή τους, και των φρέσκων χυμών φρούτων που αποτελούν τρόφιμα πλούσια σε ελεύθερα σάκχαρα. Συστήνεται οι γονείς/κηδεμόνες να αποφεύγουν την χορήγηση φυσικών χυμών φρούτων και να προτιμούν τα φρέσκα φρούτα. Εξάλλου, σύμφωνα με τις εθνικές διατροφικές συστάσεις, η κατανάλωση χυμού φρούτων (ακόμα και φυσικού) συνιστάται να μην ξεπερνά τα 120ml (μισό ποτήρι) ημερησίως (ισοδυναμεί με 1 μερίδα φρούτου).
Σύμφωνα με τις εθνικές διατροφικές συστάσεις, τα παιδιά θα πρέπει να τρώνε καθημερινά ικανοποιητικές ποσότητες από τροφές που είναι πλούσιες σε διαιτητικές ίνες. Η πρόσληψη διαιτητικών ινών συμβάλλει στην ανάπτυξη του μικροβιώματος του εντέρου, στη φυσιολογική λειτουργία και τελικά στην υγεία του εντέρου αλλά και στον επαρκή κορεσμό. Για τα παιδιά 1-2 ετών συστήνεται η καθημερινή κατανάλωση 1 μερίδας φρούτων και 1 μερίδας λαχανικών και για τα παιδιά από 4 ετών συστήνεται η κατανάλωση 1-2 μερίδων φρούτων και 1-2 μερίδων λαχανικών. Παράλληλα, συστήνεται η καθημερινή κατανάλωση δημητριακών (2-3 μερίδες για τα παιδιά έως 3 ετών και 4-5 μερίδες για τα παιδιά από 4 ετών) με προτίμηση σε δημητριακά ολικής άλεσης έναντι των επεξεργασμένων. Αντίστοιχα, σύμφωνα με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, τα παιδιά ηλικίας 2-5 ετών θα πρέπει να καταναλώνουν καθημερινά τουλάχιστον 250γρ φρούτων και λαχανικών και να προσλαμβάνουν τουλάχιστον 15γρ φυτικών ινών ημερησίως . Εντούτοις, σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατων μελετών στη χώρα μας σε παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας, μόλις ένα μικρό ποσοστό των παιδιών συμμορφώνεται με τις συστάσεις για την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών.
Τζιάτζιου Άννα
Νοσηλεύτρια, ΜsC
https://paxisarkiakaipaidi.gov.gr/diatrofi/
(Δημοσιεύθηκε στην ψηφιακή εφημερίδα "InVeria" - Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024, φύλλο 124)
0 Σχόλια
Το σχόλιό σας για την ανάρτηση (παρακαλούμε να τηρούνται οι όροι που αναφέρονται στους Όρους Χρήσης της ιστοσελίδας)