Όταν ήταν παιδί, γλιστρούσε στο χιόνι με ένα σανίδι δεμένο με λουρί στις γειτονιές της Νάουσας. Μεγαλώνοντας, γνώρισε το σκι κι η αγάπη του για το άθλημα εξελίχθηκε σε επάγγελμα. Από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο και τον πρώτο αναβατήρα στην Ελλάδα, μέχρι τις αμέτρητες ώρες διδασκαλίας σε μικρούς και μεγάλους και τις ατελείωτες καταβάσεις, ο 94χρονος Σταύρος Πλατίτσας θεωρείται σήμερα «ο πατέρας του σκι στην Ελλάδα».
Ακούστε το ιστορικό podcast παραγωγής του Istorima:
Συντελεστές
Αφηγητής: Σταύρος Πλατίτσας
Ερευνητής: Αρετή-Ζωή Κατσιβελάρη
Producer: Χάρις Παγωνίδου
Σχεδιασμός Ήχου: Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου: Θάνος Συμεωνίδης
Το κείμενο της αφήγησης
Γεννήθηκα στη Νάουσα. Τότε, παλιά, είχαμε πάρα πολλά χιόνια και μέσα στην πόλη και κάναμε μες στην πόλη, κάναμε, γλιστρούσαμε με διάφορα σανίδια, ένα βαρέλι παλιό κι έβαλα ένα λουρί από πάνω και ξεκινήσαμε και γλιστρούσαμε στις γειτονιές. Όπου είχε κατηφόρα πηγαίναμε και γλιστρούσαμε, κάναμε γλίστρες.
Tο 1951 και ‘52, ο Ορειβατικός ανέβαινε με ένα φορτηγό αυτοκίνητο, ανέβαινε στο Σέλι. Έβλεπα το λεωφορείο που περνούσε από το σπίτι μας κι έπαιρνε ένα-δύο άτομα που ήταν εκεί πέρα. «Και πού πάει το λεωφορείο αυτό;» ρωτούσαμε. «Πού πάει το λεωφορείο;». «Πάει στο Σέλι και κάνουν σκι». Τότε το σκι ήταν στα σπάργανα, δεν το έκανε όλος ο κόσμος το σκι. Το σκι το ‘κανε η βασιλική οικογένεια κι η ελίτ των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης. Ήταν στενός ο κύκλος του σκι, το έκαναν μόνο αυτοί που είχαν λεφτά.
Πήγα κι εγώ να ανέβω εκεί, στο Σέλι, λέω: «Θα σταματήσω το αυτοκίνητο, θα σηκώσω το χέρι να σταματήσει να με πάρει». Σταμάτησε το αυτοκίνητο, αλλά δε με πήρανε. Περιμένω, λοιπόν, το άλλο Σαββατοκύριακο, κάνω το ίδιο, πάλι δε με παίρνει ο Ορειβατικός. Κι εκεί που σκεφτόμουν, δεν πέρασαν 10 λεπτά, στο σημείο που περίμενα το αυτοκίνητο, βλέπω έρχεται ένα άλλο φορτηγό, το οποίο ήτανε βυτιοφόρο, ανέβαζε πετρέλαιο στο Σέλι. Σηκώνω το χέρι, σταματάει ο οδηγός και με πήρε ο άνθρωπος κι ανεβήκαμε στο Σέλι. Kαι πάω κι εγώ στην «παιδική χαρά» εκεί στο Σέλι που ήταν όλοι, ήταν κι ο στρατός, ήταν κι ο Ορειβατικός, καναν σκι. Κι άρχισα κι εγώ να γλιστράω εκεί πέρα.
Αλλά εμείς, επειδή κάναμε πολλή, πολλή τσουλήθρα κάναμε στις γειτονιές, δεν ξέρω, είχα μια άλφα ισορροπία καλύτερα απ' όλους αυτούς που ήταν του Ορειβατικού. Και την άλλη Κυριακή, ειδοποιεί ο πρόεδρος τον αρχηγό της ομάδας που ήταν εκεί: «Παιδιά, μην ξεχάσετε να πάρετε και τον Πλατίτσα».
Όσοι δεν είχανε σκι μπορούσαν να πάνε στον στρατό να χρεωθούμε σκι, μπότες και μπατόν. Τα έδινε αυτά χωρίς να πληρώνουμε τίποτα, τα ‘κανε δωρεά ο στρατός για να διαδώσουν το σκι στην Ελλάδα.
Άρχισα να πηγαίνω με τον Ορειβατικό το ‘51-‘52. Συγκεκριμένα το ‘52, με φωνάζει ένας λοχαγός, λέει: «Σταύρο, είναι εδώ ο βασιλιάς ο Κωνσταντίνος και θέλει να πάτε να κάνετε μαζί σκι, να πας να τον δείξεις λίγο». Και το πρώτο Σαββατοκύριακο και το δεύτερο πήγα και κάναμε σκι μαζί με τον βασιλιά, τον Κωνσταντίνο.
Το σκι στην Ελλάδα ξεκίνησε από τη βασιλική οικογένεια, αλλά ερχόταν ο βασιλιάς μέσω Ναούσης, με ζώα, από τη Νάουσα, στο Σέλι. Δεν είχε ούτε ρατράκ, ούτε τίποτα. Με τα πόδια την πίστα και κάναμε το σκι. Και λέει ο πρόεδρος της Ναούσης: «Μεγαλειότατε, κοίτα πόσο κουράζονται οι αθληταί. Αν είναι δυνατόν, να βάλουμε ένα λιφτ, ένα τελεφερίκ». «Μπράβο», λέει ο βασιλιάς. Την ίδια χρονιά, μπήκε το λιφτ αυτό.
Με φωνάζει εμένα ένας λοχαγός που ήταν στα ΛΟΚ, μου λέει: «Σταύρο, πού είσαι;» τι και πώς. Λέω: «Στη Νάουσα». Λέει: «Έρχομαι στη Νάουσα να πάμε να δούμε πού θα βάλουμε το λιφτ». Και έτσι, βάλαμε το λιφτ αυτό, το πρώτο λιφτ στην Ελλάδα, το οποίο μπήκε το ‘55, μπήκε. Όπου έχει χιονοδρομικό τώρα και έχει λιφτ, τα χω περπατήσει εγώ με τα πόδια.
Αλλά μετά, με τον Ορειβατικό κάναμε τους αγώνες το 1953, τρέξαμε στους αγώνες. Κι εκεί, έρχομαι πρώτος. Δεν το πίστευε κανείς. Κι εγώ ο ίδιος δεν το πίστευα.
Κέρδισα. Γιατί κέρδισα; Διότι όλοι κάναμε τότε με μεγάλα σκι. Και πάω στον Ορειβατικό εγώ, λέω: «Να πάρω ένα ζευγάρι σκι για τους αγώνες που έχουμε». Μου λέει: «Δεν έχουμε, Σταύρο, σκι», τα είχαν πάρει οι υπόλοιποι. Και σηκώνομαι εγώ και κατεβαίνω στη Θεσσαλονίκη και πάω στον «Κατράντζος Σπορ». Λέει: «Δεν έχουμε», λέει, «κύριε Πλατίτσα, δεν έχουμε σκι, να, έχουμε ένα ζευγάρι μόνο», το οποίο ήταν από τα καινούρια που είχανε βγει τότε και τα χαμηλά. Δεν ήταν το ψηλό σκι που είχαμε εμείς. Και κάθομαι σκέπτομαι εγώ, να πούμε, σκέπτομαι, σκέπτομαι, λέω: «Θα το πάρω». Και πήρα εκείνο το σκι, που με φάνηκε παιχνίδι. Λες κι είχα γκαλέτζες που λέμε, σανδάλια είχα στα πόδια μου και πήγαινα έτσι. Τρελάθηκα. Τότε οι εφημερίδες έγραψαν: «Παιδιά, ο Πλατίτσας πρώτος».
Έκανα το καλύτερο σκι. Γιατί; Γιατί δύο φορές που πήγαμε έξω Αυστρία τότε, πήγαμε με έναν προπονητή πάρα πολύ καλό. Μου έλεγε: «Σταύρο, εγώ θα είμαι μπροστά κι εσύ πίσω θα είσαι». Κι όταν σταματούσαμε να μας πει δυο κουβέντες ο προπονητής, δίπλα έβλεπα δύο παρέες, έξι-εφτά άτομα που κατέβαιναν, έκαναν σκι πάρα πολύ ωραίο. Ήταν όρθιοι, κλειστά τα πόδια και έκαναν ένα «S» και στην ίδια γραμμή που πήγαινε ο πρώτος, πήγαινε κι ο τελευταίος. Λοιπόν, κι εγώ πήγαινα, τους άφηνα αυτούς και πήγαινα πίσω απ' αυτούς. Και τους έκλεψα την τεχνική τους, πώς κατεβαίναν. Κι από κει η Ομοσπονδία, επειδή είχα ωραίο στυλ, διάλεξε μένα, μου έδωσαν το δίπλωμα κι έγινα προπονητής, για να κάνω μαθήματα στα παιδιά. Από το 1953 ήμουνα στην αθλητική ομάδα, μέχρι το 1961. Και το 1961, πήγαμε στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα στη Γαλλία, στο Σαμονί.
Επιστρέφοντας από τη Γαλλία και για να μας κάνουν την απονομή τότε, πήγαμε στο Μοντ Παρνές, επάνω στην Πάρνηθα. Κι έγινε η απονομή των επάθλων από τους αγώνες που κάναμε. Και μετά, στην απονομή ήταν κι ο Υπουργός Αθλητισμού και συζητάνε εκεί με την Ομοσπονδία πώς θα γίνει να διαδώσουμε το σκι στην Ελλάδα. Λέει ο πρόεδρος: «Για να ρωτήσουμε», λέει, «και τον Πλατίτσα». Με ρωτάνε έμενα κι εγώ γελώ. Μου λέει: «Γιατί γελάς;» «Ε, και τι να μην γελάσω», λέω, «κύριε πρόεδρε; Θα πάρω εγώ πέντε-έξι ζεύγη σκι από δω και θα πηγαίνω σε όλους τους ομίλους και θα τους δίνω πέντε-έξι ζευγάρια σκι και θα τους δείχνω ορισμένα πράγματα, θα τους μαθαίνω και θα φεύγω. Σκέπτομαι», λέω, «να κάνω και μία σχολή στο Σέλι». Τρελάθηκε ο άνθρωπος. Άνοιξε το μάτι του έτσι και λέει: «Μπράβο». Κι έκανα την πρώτη σχολή στην Ελλάδα.
Ο δάσκαλος πρέπει να είναι και λίγο ψυχολόγος. Θέλει λίγο να ανεβάζει την ψυχολογία του κάθε πελάτη. «Θέλεις να μάθεις σκι;» «Ναι». Θα κάνουμε πρώτα τη θεωρία, στον καφέ. Θα πιούμε έναν καφέ και πάνω στον καφέ θα σου δώσω να πιστέψεις ότι: «Πραγματικά, μπορώ να κάνω κι εγώ σκι, που δεν ξέρω καθόλου». Όσους μαθητές πήρα εγώ για να μάθω, από την αρχή, πριν φορέσουμε τα σκι, τους λέω ότι: «Θα κάνετε σκι με κλειστά τα μάτια». Τρελαίνονταν οι άλλοι. Και μέσα σε μία ώρα έβαζα την μπότα κι όντως, το πρώτο βήμα που έφτιαχνα πρέπει να είναι επίπεδο, δεν πρέπει να είναι συνέχεια κατηφόρα. Θα ξεκινήσει από δω ο αθλητής, απ' το ένα μέτρο, τα δύο μέτρα, θα σταματήσει το σκι από μόνο του κι ο αθλητής θα νομίζει ότι σταμάτησε αυτός. Ανεβαίνει η ψυχολογία του. Τώρα το λέω και συγκινούμαι. Και τώρα που τον βλέπω τον κόσμο, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ικανοποιούμαι.
Και τώρα που το κάνω το σκι, το ευχαριστιέμαι. Μόνο που δε βλέπω λίγο καθαρά, γιατί είμαι με ένα μάτι και δε βλέπω τις ανωμαλίες του εδάφους. Εκεί λιγάκι δυσκολεύομαι. Και τώρα περιμένω πάλι να στρώσει λίγο ο καιρός, να βγει λίγο ο ήλιος καμία μέρα-δύο, να κάνω λίγο σκι, να περάσει η μέρα μου έτσι.
0 Σχόλια
Το σχόλιό σας για την ανάρτηση (παρακαλούμε να τηρούνται οι όροι που αναφέρονται στους Όρους Χρήσης της ιστοσελίδας)