Ο Μητροπολίτης στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ Σαββάτῳ οὐ λύει τόν βοῦν αὐτοῦ ἤ τόν ὄνον ἀπό τῆς φάτνης καί ἀπαγαγών ποτίζει;»
Ἕνα θαῦμα τοῦ Χριστοῦ μᾶς παρουσίασε ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, τή θεραπεία μιᾶς εὐλαβοῦς ἀλλά ταλαίπωρης γυναίκας, ἡ ὁποία ἐπί δεκαοκτώ χρόνια, ἐξαιτίας κάποιας ἀσθενείας, ἦταν συγκύπτουσα, δέν μποροῦσε δηλαδή νά κρατήσει ὄρθιο τό σῶμα της καί νά σταθεῖ, ὅπως στέκονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Καί παρά τήν ἀσθένειά της, παρά τή δυσκολία πού εἶχε νά περπατήσει, πήγαινε τά Σάββατα στή Συναγωγή γιά νά προσευχηθεῖ. Ἐκεῖ συνήντησε ἕνα Σάββατο τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος, μόλις τήν εἶδε, χωρίς ἡ συγκύπτουσα νά τόν πλησιάσει καί νά τοῦ ζητήσει τήν ἴαση, στράφηκε πρός τό μέρος της καί μέ μία φράση καί μέ ἕνα ἄγγιγμα τῶν χεριῶν του τήν θεράπευσε. «Καί παραχρῆμα ἀνωρθώθη καί ἐδόξαζε τόν Θεόν», σημειώνει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Λουκᾶς.
Καί ἐάν ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἦταν μία φυσική ἀντίδραση τῆς γυναίκας, πού θεράπευσε ὁ Κύριος καί παρόμοια ἦταν καί ἡ ἀντίδραση ὅλων ὅσων ἔγιναν μάρτυρες τοῦ θαύματος μέσα στή συναγωγή, ὑπῆρχε καί κάποιος πού ἀντέδρασε μέ ἐντελῶς διαφορετικό τρόπο. Κάποιος, πού τήν ἐπέπληξε, γιατί ἦλθε Σάββατο στή Συναγωγή γιά νά θεραπευθεῖ, διαπράττοντας ἔτσι σοβαρή, κατ᾽αὐτόν, ἁμαρτία, καθώς τό Σάββατο ἦταν ἡμέρα ἀπολύτου ἀργίας σύμφωνα μέ τόν Μωσαϊκό νόμο, καί θά ἔπρεπε νά ἔλθει μία ἄλλη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος γιά νά θεραπευθεῖ. Αὐτός, πού τόσο ἀψυχολόγητα ἐπιπλήττει τή γυναίκα, δέν εἶναι κάποιος τυχαῖος, ἀλλά εἶναι ὁ ἀρχισυνάγωγος, ὁ ὁποῖος ἐμμέσως ἐπιπλήττει καί τόν Χριστό, διότι δῆθεν κατέλυσε τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου καί κατεπάτησε τόν θεόσδοτο νόμο, θεραπεύοντας αὐτήν τήν κακόμοιρη, θά ἔλεγα, γυναίκα.
Καί ἄν ἡ γυναίκα δέν ὑπερασπίζεται ἀπό συστολή τόν ἑαυτό της, τήν ὑπερασπίζεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀποκαλύπτοντας συγχρόνως τήν ὑποκρισία τοῦ ἀρχισυναγώγου πού τόν ὁδηγεῖ σ᾽ αὐτήν τήν ἀνελεήμονα καί σκληρόκαρδη στάση ἀπέναντι σέ μία ταλαίπωρη γυναίκα, ὥστε νά διδαχθοῦν ὅλοι οἱ παριστάμενοι πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶναι ἡ ὑποκρισία. «Ὑποκριτά», τοῦ λέγει ὁ Κύριος, «ἕκαστος ὑμῶν τῷ Σαββάτῳ οὐ λύει τόν βοῦν αὐτοῦ ἤ τόν ὄνον ἀπό τῆς φάτνης καί ἀπαγαγών ποτίζει;» Ἄν, δηλαδή, τοῦ λέγει, ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς δέν ἀφήνει τά ζῶα του ἀπότιστα τό Σάββατο, ἀλλά τά λύνει καί τά πηγαίνει γιά νά τά ποτίσει, πῶς ἦταν δυνατόν ἐγώ νά μήν λύσω, νά μήν θεραπεύσω, αὐτή τή γυναίκα πού τήν κρατοῦσε δεμένη ὁ διάβολος ἐπί δεκαοκτώ χρόνια, ἐπειδή ἦταν Σάββατο;
Ποιός μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ αὐτή τήν πραγματικότητα; Ποιός δέν μπορεῖ νά κατανοήσει ὅτι ἡ θεραπεία τῆς συγκύπουσας γυναίκας εἶναι ἔργο ἀγάπης, ἔργο δηλαδή τοῦ Θεοῦ, πού δέν ἀντίκειται πρός τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί δέν προσκρούει στήν εὐσέβεια;
Καί ὅμως ἡ ὑποκρισία τοῦ ἀρχισυναγώγου δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά δεῖ τήν ἀλήθεια. Ἡ προσκόλλησή του στό γράμμα τοῦ νόμου, τό ὁποῖο κατά τόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο, «ἀποκτείνει», ἄν δέν συνδυάζεται μέ τό πνεῦμα, εἶχε «ἀποκτείνει» στήν ψυχή του τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο καί εἶχε ἀκόμη «σκοτώσει» καί τή σχέση του μέ τόν Θεό. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀρχισυνάγωγος, παριστάνοντας τόν εὐσεβῆ τηρητή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἐπικρίνει καί ἐπιτιμᾶ ὄχι ἁπλῶς κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλά τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Κύριο, ὅτι δῆθεν καταλύει τόν θεῖο νόμο. Καί τό κάνει ἀντίθετα στή διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου ὅτι δέν ἦλθε γιά νά καταλύσει τόν νόμο ἤ τούς προφῆτες, ἀλλά νά τόν συμπληρώσει μέ τήν καινή ἐντολή τῆς ἀγάπης. Αὐτή ἡ ἀγάπη τόν ἔκανε νά θεραπεύσει τή συγκύπτουσα κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, δίδοντας καί στούς παρισταμένους ἀλλά καί σέ ὅλους ἐμᾶς ἕνα σπουδαῖο μάθημα ποιά εἶναι ἡ πραγματική εὐσέβεια καί ἡ ἀληθινή τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, πού δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν ὑποκρισία τοῦ ἀρχισυναγώγου καί τῶν φαρισαίων, τήν ὁποία κατέκρινε ὁ Χριστός περισσότερο ἀπό κάθε τι ἄλλο, περισσότερο καί ἀπό τήν ἁμαρτία.
Ὅμως ὑπάρχουν καί στίς ἡμέρες μας ἀρκετοί, οἱ ὁποῖοι δέν ἀκολουθοῦν τό παράδειγμα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ἀλλά τό παράδειγμα τῆς ὑποκρισίας τοῦ ἀρχισυναγώγου. Ὑπάρχουν αὐτοί πού παριστάνουν τούς εὐσεβεῖς καί ἀπορρίπτουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν αὐτοί πού ἀποτρέπουν τούς ἀνθρώπους νά ἀκολουθήσουν τά μέτρα προστασίας κατά τῆς πανδημίας, νά ἀξιοποιήσουν τή προστασία πού προσφέρουν τά φάρμακα, νά δεχθοῦν τήν ἀπαραίτητη γιά τή θεραπεία τους καί τήν ὑγεία τους ἰατρική καί νοσοκομειακή περίθαλψη, γιατί δῆθεν δέν ὑπάρχει κορωνοϊός, γιατί δῆθεν ὁ Θεός ἀπαγορεύει τίς μάσκες, γιατί δῆθεν τό ἐμβόλιο ἀντίκειται στίς ἐντολές του.
Γιά ὅλους αὐτούς, πού μέ τίς ἀπόψεις τους καί μέ τίς συμβουλές τους παρασύρουν κάποιους ἀδελφούς μας στή δοκιμασία τῆς ἀσθενείας καί δυστυχῶς κάποτε καί γνωστούς μας ἀνθρώπους καί φίλους ἀλλά καί ἀγνώστους τούς παρασύρουν καί στόν θάνατο, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πού ἀκούσαμε στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα: «Ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ Σαββάτῳ οὐ λύει τόν βοῦν αὐτοῦ ἤ τόν ὄνον ἀπό τῆς φάτνης καί ἀπαγαγών ποτίζει;»
Γιατί τί θά ἔκανε ὁ Χριστός ἐάν βρισκόταν ἀνάμεσά μας; Δέν θά θεράπευε τούς ἀσθενοῦντας, ἀκόμη καί τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ἔστω καί φαινομενικά ἀντίθετα πρός κάποια ἄλλη θεία ἐντολή; Ἀσφαλῶς καί θά τό ἔκανε, γιατί ἡ ἀγάπη γιά τό πλάσμα του ὑπερτερεῖ. Καί ὅπως ἔλυσε τή συγκύπτουσα ἀπό τόν δεσμό τοῦ διαβόλου, ἔτσι θά ἔλυε καί ἐμᾶς ἀπό τά δεσμά τοῦ πειρασμοῦ τῆς ἀσθενείας καί τῆς πανδημίας. Τώρα ὅμως πού ὁ Χριστός δέν βρίσκεται ἀνάμεσά μας γιά νά μᾶς θεραπεύσει μέ τόν λόγο του καί μέ τό ἄγγιγμα τῶν χεριῶν του, μᾶς θεραπεύει μέ τά χέρια τῶν ἰατρῶν καί τῶν ἐπιστημόνων πού Ἐκεῖνος φωτίζει καί καθοδηγεῖ γιά νά βροῦν τά ἀναγκαῖα φάρμακα γιά τή θεραπεία μας καί τή σωτηρία μας ἀπό τήν πανδημία.
Ἄς ἀκούσουμε τόν λόγο τοῦ Κυρίου, αὐτό μᾶς προστάζει καί ὁ ἅγιος Σάββας ὁ ἡγιασμένος, πού ὅλη του ἡ ζωή ἦταν μία ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἦταν καί μία ἐκδήλωση ἀγάπης πρός τούς ἀδελφούς του, καί ἄς ἀπορρίψουμε τήν ὑποκρισία τῆς εὐσεβείας τοῦ ἀρχισυναγώγου, πού ὄχι μόνο νεκρώνει τήν ψυχή μας, ἀλλά βλάπτει καί τούς ἀδελφούς μας. Ἄς παύσουμε νά κρίνουμε καί νά κατακρίνουμε τήν Ἐκκλησία, τούς ἰατρούς, τούς ἀρχιερεῖς, τούς ἱερεῖς, πού ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ μᾶς συμβουλεύουν νά χρησιμοποιοῦμε τά μέσα τῆς ἐπιστήμης γιά τήν προστασία μας ἀπό τήν πανδημία. Καί ἄς μήν παρασύρουμε μέ ὑποκριτικές συμβουλές εὐσεβείας δῆθεν ἀνθρώπους στήν ἀσθένεια καί δυστυχῶς στόν θάνατο, γιά νά μήν ἀκούσουμε καί ἐμεῖς ὄχι μόνο τό ἐπιτίμιο τῆς ὑποκρισίας μας, ἀλλά καί νά μήν βρεθοῦμε ὑπόλογοι ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως γιά τή ζωή τῶν ἀδελφῶν μας. Πολλοί, οἱ ὁποῖοι κάνουν τό ἔργο αὐτό ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, θά βρεθοῦν μαζί μέ αὐτές τίς ψυχές, πού τίς πῆραν στόν λαιμό τους καί πέθαναν, νά τούς ποῦν «γιατί; γιατί, πάτερ, μέ ὁδήγησες σ᾽ αὐτόν τόν δρόμο, νά χάσω τήν ψυχή μου, νά μήν προστατεύσω τόν ἑαυτό μου;» Γι᾽ αὐτό «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου».
0 Σχόλια
Το σχόλιό σας για την ανάρτηση (παρακαλούμε να τηρούνται οι όροι που αναφέρονται στους Όρους Χρήσης της ιστοσελίδας)