Ο πρόεδρος του κοινοβουλίου του γερμανικού κρατιδίου της Έσσης ανακοίνωσε ότι οι βραβευθέντες με το Βραβείο Ειρήνης της Έσσης για το έτος 2020, είναι ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας μας Αλέξης Τσίπρας και ο Ζόραν Ζάεφ.
Tο βραβείο απονέμεται ετησίως σε προσωπικότητες διεθνούς κύρους με αδιαμφισβήτητη συμβολή στην επίλυση πολυετών διαφορών και στην υπεράσπιση του διεθνούς δικαίου και των δικαιωμάτων των λαών.
Επιπλέον, αναφέρεται στην απόφαση της επιτροπής ότι χάρη στο έργο αυτών των δύο πολιτικών και με την Συμφωνία των Πρεσπών τερματίστηκε μία αντιπαράθεση 27 και πλέον ετών, που στεκόταν εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη ολόκληρης της περιοχής και είχε σοβαρές επιπτώσεις στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της γειτονικής χώρας στην Ευρώπη και το ΝΑΤΟ. Το Βραβείο Ειρήνης της Έσσης απονέμεται από το 1995 και στο παρελθόν έχουν βραβευτεί με αυτό προσωπικότητες όπως ο Δαλάι Λάμα, η γενική εισαγγελέας του Διεθνούς Δικαστηρίου Κάρλα Ντελ Πόντε, αρχηγοί κρατών, διπλωμάτες και πολιτικοί, στους οποίους οφείλεται κατά περίπτωση η ειρηνική επίλυση πολυετών συγκρούσεων.
Όμως, ας τα πάρουμε τα πράματα από την αρχή και να κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή της διαφοράς μεταξύ Ελλάδας και γειτονικής χώρας για το ζήτημα της ονομασίας και πως καταλήξαμε στην υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, το 2018. Ειδικότερα, το ζήτημα του ονόματος προέκυψε το 1991, όταν η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας αποσχίστηκε από την ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία και ανακήρυξε την ανεξαρτησία της υπό το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Γεωγραφικά, ο όρος αυτός αναφέρεται σε μια ευρύτερη περιοχή που εκτείνεται στο σημερινό έδαφος τριών βαλκανικών χωρών, με το μεγαλύτερο τμήμα της να βρίσκεται στην Ελλάδα και άλλα μικρότερα τμήματά της στη Π.Γ.Δ.Μ. (Βόρεια Μακεδονία) και τη Βουλγαρία. Η ιδέα της εδαφικής ενοποίησης των τριών μερών της Μακεδονίας σε μια μοναδική αυτόνομη οντότητα αναπτύχθηκε πρώτη φορά από το βουλγαρικό κομμουνιστικό κόμμα πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποτελούσε μέρος ενός συνολικού σχεδίου για την αποσταθεροποίηση των αστικών κρατών στην περιοχή και την δημιουργία μιας νέας κρατικής οντότητας η οποία θα ελεγχόταν αποτελεσματικά από οποιοδήποτε κομμουνιστικό καθεστώς θα εγκαθιδρυόταν στη Βουλγαρία. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου το σχέδιο ενοποίησης υιοθετήθηκε από τις φιλοαξονικές δυνάμεις της περιοχής, και οι Γερμανοί ανέχτηκαν την προσάρτηση και ελληνικών και γιουγκοσλαβικών εδαφών στη Βουλγαρία.
Μετά την απελευθέρωση, με τα αντιστασιακά του διαπιστευτήρια και τη μεγάλη υπόληψη ανάμεσα στους κομμουνιστές,ο Τίτο σφετερίστηκε το σχέδιο και αντικατέστησε τη βουλγαρική κηδεμονία με εκείνη της αναμορφωμένης Γιουγκοσλαβίας του. Η «παλαιά Σερβία του Βαρδάρη» ονομάστηκε για πρώτη φορά «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας». Ο αλυτρωτικός σκοπός αυτού του ομόσπονδου κράτους μνημονεύτηκε ευλαβικά στο προοίμιο του συντάγματος της σύγχρονης Π.Γ.Δ.Μ.,το οποίο αναφέρεται σε αρχές διατυπωμένες το 1944, που αναπτύσσουν την ιδέα της τελικής ενοποίησης των τριών Μακεδονιών. Το εμπάργκο που επιβλήθηκε στην ΠΓΔΜ από την Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1994 προκάλεσε έντονη δυτική κριτική. Όμως, αν και οι σύμμαχοι της χώρας μας έσπευσαν να την νουθετήσουν για την σκληρή απόφαση, κανείς δεν επέπληξε την ΠΓΔΜ για την άρνηση της να αποβάλει τα αλυτρωτικά της σύμβολα και το συνταγματικό προοίμιο της, που αποτελούσαν κόκκινο πανί για τους Έλληνες. Η ενδιάμεση συμφωνία του 1995 υπογράφηκε στην Νέα Υόρκη και ήταν ένα προσωρινό συμφωνητικό, το οποίο όφειλε να ακολουθηθεί από μια μόνιμη επίλυση του ζητήματος του ονόματος της ΠΓΔΜ.
Οι σχέσεις των δυο χωρών επιδεινώθηκαν απο το 2006 και έπειτα, με την άνοδο στην εξουσία του εθνικιστή Σκοπιανού ηγέτη Νικολά Γκρουέσκι. Ο Γκρουέσκι εφάρμοσε ένα εξαρχαϊστικό πρόγραμμα, οικοδομώντας και κτίζοντας μνημεία και αγάλματα στην χώρα του,προσπαθώντας να καπηλευτεί την αρχαία ελληνική ιστορία και κληρονομιά. Οι προκλητικές ενέργειες -σε μόνιμη βάση- κυβερνητικών αξιωματούχων και εκπροσώπων της γείτονος (π.χ. δημόσια χρήση του Ήλιου της Βεργίνας, παρουσία σε εκδηλώσεις με αλυτρωτική / αναθεωρητική χροιά) και η επιδεικτική έλλειψη διάθεσης εκ μέρους των Σκοπίων για οποιουδήποτε είδους διαπραγμάτευση στο ονοματολογικό, κατά παράβαση του Άρθρου 5 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, είχαν καταστήσει σαφή στη διεθνή κοινότητα την αδυναμία εξεύρεσης λύσης στο ονοματολογικό, εικόνα που αντεστράφη με τη στάση της νέας κυβέρνησης Ζάεφ.
Στις 17 Ιουνίου 2018, υπεγράφη στις Πρέσπες από τους τότε Υπουργούς Εξωτερικών κ. Κοτζιά και Ντιμιτρόφ, και από τον Προσωπικό Απεσταλμένο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, κ. Νίμιτς, ως μάρτυρα, παρουσία των τότε Πρωθυπουργών των δύο χωρών κ. Τσίπρα και Ζάεφ, «η Τελική Συμφωνία για την επίλυση των διαφορών που περιγράφονται στις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993), τη λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την εδραίωση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης μεταξύ των Μερών».
Η Τελική Συμφωνία επιλύει τη χρονίζουσα ονοματολογική διαφορά με τη γειτονική χώρα.
Εν συντομία, η Συμφωνία των Πρεσπών προβλέπει, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
α) Μετονομασία της γειτονικής χώρας σε «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας». Πρόκειται για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό στον όρο «Μακεδονία», προκειμένου να γίνεται η διάκριση με την ελληνική περιοχή της Μακεδονίας.
β) Το όνομα αυτό είναι για όλες τις χρήσεις και για όλους τους σκοπούς,erga omnes.
γ) Υπογραμμίζονται οι σχετικές διατάξεις του Προοιμίου της Συμφωνίας καθώς και των Άρθρων 3, 4 και 6, σύμφωνα με τις οποίες τα δύο Μέρη: 1) επιβεβαιώνουν το υφιστάμενο κοινό σύνορο των δύο χωρών ως ισχυρό και απαραβίαστο διεθνές σύνορο, 2) τονίζουν τη δέσμευση εκάστου Μέρους στον σεβασμό της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας του άλλου Μέρους.
δ) Για πρώτη φορά η γειτονική χώρα αναγνωρίζει ότι δεν έχει σχέση με τον «αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρoνομιά» της Μακεδονίας (άρθρο 7 (3), (4)). Επιπλέον, δεσμεύεται (άρθρο 8 2), (3)) για αποδόμηση του διαβόητου προγράμματος εξαρχαϊσμού (οτιδήποτε «αναφέρεται με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχαία Ελληνική ιστορία και πολιτισμό που συνιστούν αναπόσπαστο συστατικό της ιστορικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας» σε υποδομές/κτίρια/μνημεία) και για αφαίρεση του Ήλιου της Βεργίνας από όλους τους δημόσιους χώρους και απόσυρση από κάθε δημόσια χρήση.
ε) Η Συμφωνία δεν αναγνωρίζει «μακεδονικό λαό» ή «μακεδονικό έθνος» στους γείτονες.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η Συμφωνία των Πρεσπών φαίνεται να συνιστά μια βιώσιμη διευθέτηση ενός καίριου ζητήματος, το οποίο εκκρεμούσε από τη δεκαετία του 1990. Ανοίγει τον δρόμο για την πολύπλευρη αναβάθμιση των σχέσεων και της συνεργασίας των δύο γειτονικών χωρών, καθώς και για την περαιτέρω ενίσχυση της σταθερότητας και της ανάπτυξης της περιοχής, η οποία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις.
Όμως. αναμφίβολα υπάρχουν και ασαφείς και προβληματικές διατάξεις στην Συμφωνία που μπορούν να αποτελέσουν την βάση για αλυτρωτικές βλέψεις από την γειτονική χώρα, ιδιαίτερα αν επανέλθει στην εξουσία των Σκοπίων με μελλοντική προκήρυξη εθνικών εκλογών, το εθνικιστικό και ξενοφοβικό αντιπολιτευόμενο κόμμα του VMRO.
0 Σχόλια
Το σχόλιό σας για την ανάρτηση (παρακαλούμε να τηρούνται οι όροι που αναφέρονται στους Όρους Χρήσης της ιστοσελίδας)