Γράφει ο Απόστολος Μοσχόπουλος*: Το τελευταίο μήνα, ερχόμενη όλο και πιο κοντά στην ημέρα της ανακοίνωσης της απόφασης για την δίκη της Χρυσής Αυγής, Τετάρτη 7/10, η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βοούσε υπό το σύνθημα «Δεν είναι αθώοι». Και, πράγματι, η δικαιοσύνη, όμοφωνα, συμφώνησε με αυτό, φέρνοντας την οργάνωση που ξεκίνησε από το περιθώριο και κατέληξε να έχει βήμα στο δημόσιο λόγο και την κεντρική πολιτική σκηνή προ των ποινικών ευθυνών που της αναλογούσαν, χαρακτηρίζοντάς την ως εγκληματική.
Κορωνίδα των εγκληματικών πράξεων της οργάνωσης που κίνησε τα νήματα της δικαιοσύνης ήταν σαφώς η δολοφονία του Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβριο του 2013. Ωστόσο, σε όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν από το πρώτο «δάγκωμα του φιδιού» με την ίδρυσή της, τη δεκαετία του '80, μέχρι την νομιμοποίηση της ιδεολογίας και πρακτικής της με την είσοδο της στο δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων και από εκεί, μέχρι την απόφαση της Τετάρτης, είχαν μεσολαβήσει ένα σωρό ενδείξεις και ενέργειες που αποδείκνυαν ότι η συγκεκριμένη οργάνωση δεν ήταν ποτέ κάτι άλλο, παρά η πληρέστερη έκφραση της νοσηρότητας της κοινωνίας και του (μετέπειτα) πολιτικού συστήματος.
Δεν ήταν ποτέ αθώοι. Ούτε όταν τραμπούκιζαν με τα χυδαιότερα λόγια τους ηθοποιούς της θεατρικής παράστασης Corpus Christi, εκτοξεύοντας απειλές κατά της ζωής τους, ούτε όταν καταφέρθηκαν κατά των Δούρου-Κανέλλη στον τηλεοπτικό αέρα με ύβρεις, νερό και χαστούκια, ούτε όταν δολοφονούσαν τον Σαχζάτ Λουκμάν που πήγαινε εκείνο το πρωί στη δουλειά του σε μια επίδειξη φυλετικής ανωτερότητας.
Δεν ήταν ποτέ αθώοι. Ούτε όταν έκαναν επίθεση στους Αιγύπτιους ψαράδες, ούτε όταν έκαναν δολοφονικές ενέδρες στο Πέραμα κατά των μελών του ΚΚΕ, ούτε όταν χτυπούσαν τον αγκυλωτό σταυρό για τατουάζ στο μπράτσο τους και φώναζαν «Εγέρθητι» στους δημοσιογράφους προκειμένου αυτοί να δείξουν υποταγή στον αρχηγό τους Μιχαλολιάκο.
Δεν ήταν ποτέ αθώοι. Ούτε όταν οργάνωναν συσσίτια και αιμοδοσίες «μόνο για Έλληνες», ούτε όταν μάθαιναν στα παιδιά τους να υψώνουν το δεξί τους χέρι και να κραυγάζουν «Heil Hitler», ούτε όταν περιέπαιζαν τη Μάγδα Φύσσα στο δικαστήριο καυχώμενοι για τη δολοφονία του γιου της, ούτε όταν έλεγαν σε συνεντεύξεις τους ξεδιάντροπα ότι δέχονται στις τάξεις τους ακόμα και 15χρονους.
Δεν ήταν ποτέ αθώοι. Ούτε όταν ο πνιγμένος στο σκοτάδι του μίσους Αμβρόσιος τους αποκαλούσε «γλυκιά ελπίδα», ούτε όταν σιγά σιγά αποκτούσαν θέση στα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι τους καλόπιαναν εθελοτυφλώντας ως προς το παρελθόν και τις καταβολές τους, ούτε όταν οι ίδιοι έπαιζαν με τη νοημοσύνη μας μιλώντας για τα ναζιστικά πεπραγμένα και την ιδεολογία τους ως τιμή και σεβασμό στην αρχαιοελληνική κουλτούρα.
Δεν ήταν ποτέ αθώοι. Ούτε όταν άρχισαν να γίνονται δεκτοί από το πολιτικό σύστημα και άρχισαν σιγά σιγά να θεωρούνται «αδελφά κόμματα» κυβερνητικών παρατάξεων, ούτε όταν χαρακτηρίζονταν μέρος της θεωρίας των άκρων, ούτε όταν δεν δίστασαν να κάνουν επιθέσεις ακόμα και εντός Κοινοβουλίου σε άλλα μέλη αυτού.
Η ιστορία «Χρυσή Αυγή» όμως δεν τέλειωσε χτες. Όσο και αν η καταδίκη της έδωσε δικαιώμα αισιοδοξίας σε όλους μας να θεωρήσουμε ότι η δικαιοσύνη είναι σε θέση επιτέλους να συνθέσει αποτελεσματικά τα κομμάτια του παζλ που της δίνονται, η επόμενη μέρα φέρνει αρκετούς προ των ευθυνών τους.
Πρώτοι και κύριοι, οι δημοσιογράφοι που στήριξαν τη Χρυσή Αυγή αγνοώντας επισταμένως την εγκληματική της φύση και τα ρατσιστικά, σεξιστικά, ομοφοβικά και μισανθρωπικά κηρύγματά και ενέργειές της, κλείνοντας τα μάτια σε όλες εκείνες τις στιγμές που χαρακτήρισαν τις επιθέσεις τους “συμπλοκές για το ποδόσφαιρο” ή κρίνοντας τη δράση της ως «υπερβολική» και συμβουλεύοντας να «γίνει πιο σοβαρή» καθώς «καλό θα ήταν να μην δίνουν δικαιώματα στον κόσμο». Δεν ήταν λίγες, δε, οι στιγμές που η δράση τους ξεπέρασε κάθε δεοντολογία πουλώντας στο εξώφυλλο εφημερίδας φωτογραφίες του μαχαιρωμένου Φύσσα, υπονοώντας ότι είναι τρέλα η οργή και το πένθος της μάνας του, και κάνοντας ένα κολάζ «αγιογραφιών» των μελών της ως γοητευτικοί, καθημερινοί άνθρωποι που κάνουν αγαθοεργίες προς όφελος των ηλικιωμένων και των αναξιοπαθούντων.
Έπειτα, η ευθύνη βαραίνει όλους αυτούς που τόσο καιρό τη θεώρησαν μέρος του πολιτικού συστήματος και μια πιο «ακτιβιστική» ακροδεξιά παράταξη. Όλοι αυτοί που τη θεώρησαν λογική συνέχεια των νοσταλγών της Χούντας, της βασιλείας, της ακροδεξιάς του Καρατζαφέρη. Πίστεψαν στα “καθαρά χέρια” της, παρότι έλεγε στα μούτρα τους ότι χαιρετάνε ναζιστικά, πίστεψαν στην αγνότητα τους επειδή απλώς έβλεπαν ότι «την πολεμάει το σύστημα». Της έδωσαν χώρο στη ζωή τους, φωνή από τη φωνή τους και εντέλει, της έδωσαν και τη δύναμη να γίνει ρυθμιστής της πολιτικής και κοινωνική ζωής του τόπου.
Η ευθύνη όμως βαραίνει και την κοινωνία που
δεν πρέπει να επιτρέψει ξανά να αναπτυχθεί χώρος για τέτοιες ιδεολογίες. Ο
καθένας από τη θέση μας, οφείλει στον εαυτό του και στην κοινωνία το ελάχιστο
της ανθρωπιάς, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής ενσυναίσθησης και να αφήσει πίσω
οτιδήποτε μπορεί να δικαιολογήσει οποιαδήποτε εχθροπραξία μεταξύ των μελών της.
Πόσο μάλλον την εξολόθρευση του διαφορετικού από πίστη στην δική του
ανωτερότητα. Γιατί τότε, με την εξοικείωση μας με το τέρας του φασισμού, κανείς
από εμάς δεν (θα) είναι πια αθώος.
0 Σχόλια
Το σχόλιό σας για την ανάρτηση (παρακαλούμε να τηρούνται οι όροι που αναφέρονται στους Όρους Χρήσης της ιστοσελίδας)