Γράφει ο Απόστολος Μοσχόπουλος*: Λίγες μέρες πριν την εκλογική αναμέτρηση της 3ης Νοεμβρίου στις Η.Π.Α για τον επόμενο πρόεδρο τους, το δίπολο Τραμπ – Μπάιντεν έχει εγείρει αρκετούς προβληματισμούς για την επόμενη μέρα στη χώρα, αλλά και στον κόσμο με την εκλογή τους. Η διαχείριση της πανδημίας του Covid-19, των κοινωνικών εκρήξεων που αναζοπυρώθηκαν με τα αλλεπάλληλα φαινόμενα ρατσιστικής αστυνομικής βίας αλλά και η πλήρης ανισορροπία με την οποία φαίνεται να πορεύεται η χώρα σε ζητήματα διάκρισης των εξουσιών είναι κάποιες από τις παραμέτρους, σύμφωνα με τις οποίες θα κριθεί το που τελικά θα γείρει η πλάστιγγα.
Ωστόσο, η ψήφος στις Η.Π.Α δεν είναι μια τόσο εύκολη διαδικασία όσο μπορεί να μοιάζει σε κάποιον πολίτη της Ευρώπης. Αφ'ενός, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για μια χώρα με έκταση ελάχιστα μικρότερη της Ευρώπης, αφ'ετέρου τόσο το εκλογικό σύστημα της χώρας, όσο και το σύστημα ψηφοφορίας της, προκαλεί κάθε τετραετία πονοκεφάλους ακόμη και στους γνώστες αυτού. Εν συντομία, το δικαίωμα της ψήφου ασκείται από τους πολίτες είτε μέσω ψήφου στο εκάστοτε εκλογικό κέντρο ή εκλογικό περίπτερο, είτε μέσω επιστολικής ψήφου δι' αλληλογραφίας, είτε μέσω ηλεκτρονικής ψηφοφορίας. Επιπλέον, η ψήφος δεν πηγαίνει απευθείας στον πρόεδρο αλλά στους (κατά ποσόστωση) εκλέκτορες της εκάστοτε πολιτείας, το οποίο εξηγεί την ήττα των Δημοκρατικών το 2000 αλλά και το 2016, παρά το γεγονός ότι οι Αλ Γκορ και Χίλαρι Κλίντον, είχαν συγκεντρώσει μεγαλύτερο αριθμό ψήφων σε εθνικό επίπεδο.
Τα προβλήματα που εγείρει το εν λόγω σύστημα, έχουν προκαλέσει αρκετές ενστάσεις, ειδικά σε μια περίοδο, όπως η σημερινή, που οι λύσεις δεν μοιάζουν αρκετές για να τα επιλύσουν έστω και στοιχειωδώς. Πρώτον, για τις φετινές εκλογές, αναμένεται να λειτουργήσουν περίπου 22.000 λιγότερα εκλογικά κέντρα. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι θα βρεθεί κόσμος που είτε από συνήθεια, είτε από άγνοια να μην μπορεί να ψηφίσει. Επιπλέον, ένα τέτοιο γεγονός μεγιστοποιεί ήδη την ώρα αναμονής στα υπάρχοντα εκλογικά κέντρα που μπορεί να φτάσει και τις 10 ώρες, αποθαρρύνοντας σημαντικά κομμάτια του εκλογικού σώματος να υπομείνουν την όλη διαδικασία. Και επειδή το μυαλό του οποιουδήποτε, θα πήγαινε πρωτίστως στις ευπαθείς ηλικιακά ή υγειονομικά ομάδες, το μεγαλύτερο μερίδιο του πληθυσμού που πλήττεται διαχρονικά από αυτό το μέτρο είνα οι λιγότερο προνομιούχες κοινωνικές ομάδες.
Για την καλύτερη αντίληψη του προβλήματος, πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι η ημέρα των εκλογών στις Η.Π.Α δεν αποτελεί αργία και άρα κάποιος θα πρέπει να «θυσιάσει» μια ημέρα εργασίας για να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα, πράγμα που δεν αποτελεί επιλογή για τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Σαν να μην έφτανε αυτό, πολλοί (ειδικά από τις κοινωνικές μειοψηφίες της Ισπανόφωνης ή της Αφροαμερικάνικης κοινότητας) δεν έχουν δικό τους αμάξι και άρα, πρέπει να κάνουν ολόκληρο ταξίδι ή, εν καιρώ πανδημίας, να στραφούν στη λύση κάποιου μέσου μαζικής μεταφοράς για να βρουν που ψηφίζουν (ενδεικτικά, στη Νεβάδα, μέλη της φυλής Paiute που κατοικούν στην Λίμνη Pyramid, πρέπει να ταξιδέψουν 80 χιλιόμετρα για να βρουν το πλησιέστερο εκλογικό τμήμα). Επιπλέον, έρευνες έχουν αποδείξει το γεγονός ότι σε γειτονιές με έντονο το στοιχείο της Αφροαμερικάνικης κοινότητας ο χρόνος αναμονής πολλαπλασιάζεται σε σχέση με τις περισσότερο εύπορες ή λευκές, όπως επίσης και προκύπτουν εκεί περισσότερες τεχνικές δυσπραγίες εκ μέρους του ηλεκτρονικού συστήματος, σαμποτάροντας άμεσα ή έμμεσα τη συμμετοχή τους στις εκλογές. Ακόμη όμως και αν κάποιος αποφασίσει να αψηφήσει κάθε εμπόδιο και ψάξει τρόπο να ψηφίσει, το σύστημα και πάλι μπορεί να του κάνει τη ζωή δύσκολη μέσω των κανόνων και νόμων ταυτοπροσωπίας του ψηφοφόρου. Έτσι, εκτός από την ταυτότητα, πολλές πολιτείες απορρίπτουν έγγραφα ένορκης κατάθεσης ταυτοπροσωπίας του ψηφοφόρου και απαιτούν κάποιο δίπλωμα οδήγησης ή κάποια άδεια οπλοφορίας του (που, προς καμία έκπληξη, διατίθενται, επίσης, με πολύ μεγαλύτερη δυσκολία στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα).
Και αν όλα αυτά συνηγορούν στο να στραφεί κάποιος στην ψήφο δι' αλληλογραφίας, τα προβλήματα που μπορούν να προκύψουν από εκεί, είναι παρόμοιας φύσης, αν όχι, σημασίας για το εκλογικό σώμα. Ο πρώτος λόγος που η επιστολική ψήφος είναι προβληματική, είναι οι χρονικοί περιορισμοί που είναι διαφορετικοί σε κάθε πολιτεία και άρα πολλές από αυτές τις ψήφους μπορεί να κηρυχθούν εκπρόθεσμες. Ο δεύτερος λόγος είναι οι διαφορετικές προυποθέσεις που καθιστούν έγκυρη μια ψήφο. Σε κάποιες πολιτείες, όπως η Πενσυλβάνια για παράδειγμα, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε πολύ πρόσφατα ότι απαιτείται έξτρα φάκελος που να καλύπτει τα στοιχεία του ψηφοφόρου και άρα οποιαδήποτε ψήφος δεν πληροί την εν λόγω προϋπόθεση, θα κρίνεται άκυρη. Επιπλέον, το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία μπορεί να οδηγήσει σε λάθη είτε λόγω άγνοιας, είτε λόγω κάποιας παρανόησης του πως διεξάγεται, όπως και το γεγονός ότι το εν λόγω «ψηφοδέλτιο» που πρέπει να συμπληρώσουν οι ψηφοφόροι πρέπει να εκτυπωθεί από τους ίδιους, μπορεί είτε να αλλοιώσει το αποτέλεσμα είτε να αποθαρρύνει κόσμο, από το να ψηφίσει. Σύμφωνα δε με ειδικούς εκλογικούς αναλυτές, όλες αυτές οι δυσπραγίες είναι περισσότερο πιθανό να κοστίσουν στον Μπάιντεν βάσει της ανάλυσης του ταξικού και κοινωνικού προφίλ των ψηφοφόρων του και να χάσει έτσι, μέχρι και 1 εκατομμύριο ψήφους, τη στιγμή που, λόγω της πανδημίας και της δραστικής μείωσης των εκλογικών κέντρων, συνολικά αναμένεται αυτές να ξεπεράσουν τα 60 εκατομμύρια σε παναμερικανικό επίπεδο.
Σαν να μην έφταναν όλες οι ανωτέρω παράμετροι που, δικαιολογημένα, προκαλούν δυσπιστία στην αποτελεσματικότητα και τη διαφάνεια του εκλογικού συστήματος, καταφέρθηκαν ανοιχτά εναντίον της επιστολικής ψήφου τόσο ο Ντόναλντ Τράμπ, θεωρώντας δεδομένη την αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος μέσω ενεργειών διαφθοράς αλλά και ψέγοντας ανοιχτά την εθνική ταχυδρομική υπηρεσία, όσο και διάφορα στελέχη των Δημοκρατικών που θεωρούν ότι η επιστολική ψήφος, ειδικά κατά την τελευταία εβδομάδα (αυτή που διανύουμε, δηλαδή) είναι εξαιρετικά επισφαλής καθώς η ανταπόκριση του συστήματος μπορεί να κρίνει άκυρες χρονικά χιλιάδες ψήφους. Η σκοπιμότητα και των δύο είναι αρκετά προφανής. Ο μεν Τραμπ, ελπίζει στην περιορισμένη συμμετοχή του κοινού, καθώς εαν επαναληφθούν τα δεδομένα των εκλογών του 2016, είναι αρκετά πιθανή η επανεκλογή του, οι δε Δημοκρατικοί θεωρούν ότι η μεγαλύτερη συμμετοχή του κόσμου θα ρίξει μια ώρα αρχύτερα τον Τράμπ από το προεδρικό θώκο.
Καταληκτικά, οι εκλογές της Τρίτης, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα ανοίξουν ένα καινούριο τεύχος στην τεράστια ιστορία των Η.Π.Α και θα δημιουργήσουν νέες δυναμικές τόσο για τους πολίτες της χώρας, όσο και του κόσμου.Αυτή τη φορά, λείπουν τα μεγαλόστομα συνθήματα και από τις δύο παρατάξεις- ίσως γιατί το μέλλον μοιάζει πιο ασαφές από ποτέ, ίσως γιατί το γεγονός πως και οι δύο υποψήφιοι διανύουν την όγδοη δεκαετία της ζωής τους δεν επιτρέπει μεγάλη ταύτιση τους με το κοινό από κάτω-. Το μόνο σίγουρο είναι ότι και οι δυο μεριές, αντί να τάζουν μεγαλεία και ελπίδες, θα κληθούν σύντομα να δώσουν στους πολίτες, απαντήσεις για την πιο εύφλεκτη από ποτέ διαχείριση των ζωών τους.
* Ο συνεργάτης του InVeria.gr Απόστολος Μοσχόπουλος είναι απόφοιτος Αγγλικής Φιλολογίας και αρθρογραφεί στην μόνιμη στήλη "Στήλη... Άλατος" κάθε Παρασκευή.
0 Σχόλια
Το σχόλιό σας για την ανάρτηση (παρακαλούμε να τηρούνται οι όροι που αναφέρονται στους Όρους Χρήσης της ιστοσελίδας)