Γράφει και επιμελείται ο Απόστολος Μοσχόπουλος*: Αν κάποιος σας ρωτούσε σήμερα τι γίνεται στην Ευρώπη, οι πρώτες ειδήσεις που θα σας έρχονταν λογικά θα ήταν η ελληνοτουρκική κρίση (που αντιμετωπίζεται από την Ε.Ε. σπασμωδικά, και χωρίς επιλυτική διάθεση, λες και είναι μονο ελληνικό πρόβλημα) και φυσικά όλες οι εξελίξεις περί της πανδημίας του κορονοϊού. Ωστόσο, σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, το καλοκαίρι είναι ιδιαίτερα θερμό, χωρίς φυσικά να έχει ξεχαστεί και ο αντίκτυπος της προ διετίας αναταραχής πίσω από το “κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων” στη Γαλλία.
Η πιο πρόσφατη εστία αναταραχών έχει επίκεντρο τη Λευκορωσία. Δεν είναι η πρώτη φορά που ακούγονται φωνές κατά του, από την Κυριακή, για 6η φορά προέδρου, Αλεξάντερ Λουκασένκο, για νοθεία, εκφοβισμό των πολιτικών αντιπάλων του ή δημοσιογράφων και χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Εξάλλου, συμβαίνει να είναι ο μοναδικός πρόεδρος της χώρας, από την ανεξαρτησία της το 1994. Αυτή τη φορά, όμως, οι φωνές αυτές κοινοποιούνται συντονισμένα σε ένα ευρύτερο ακροατήριο, ωθώντας ακόμη και τη Διεθνή Αμνηστία αλλά και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, στο να καταδικάσουν τις εξελίξεις. Ρόλο σε αυτό έπαιξε τόσο η φυγή της προέδρου της Αντιπολίτευσης, Σβετλάνα Τιχανόφσκαγια, στην γειτονική Λιθουανία, την παραμονή των εκλογών, όσο και η άγρια καταστολή των διαδηλωτών από τις αστυνομικές δυνάμεις που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο τουλάχιστον τριών και την βίαιη προσαγωγή χιλάδων εξ αυτών. Αποτέλεσμα όλων αυτών, η πρωτοφανής διάθεση του Λουκασένκο να θέσει την προεδρία του και τις εξουσίες της σε δημοψήφισμα, ίσως για να γλιτώσει από τις, επιβληθείσες δύο 24ωρα αργότερα, κυρώσεις της Ε.Ε.
Ειρηνικές μεν, για έκτη εβδομάδα δε, συνεχίζονται οι κινητοποιήσεις εναντίον και του Βούλγαρου πρωθυπουργού Μπόικο Μπορίσοφ. Το περίεργο εδώ είναι ότι το κοινό είναι κατά βάση ετερογενές, μιας και, κατά δηλώσεις των ίδιων των διαδηλωτών, αφορά τη γενικότερη πολιτική κρίση της γείτονος χώρας και όχι συγκεκριμένες πολιτικές ή οικονομικές πρωτοβουλίες της παρούσας κυβέρνησης. Η κρίση αυτή συνίσταται σε άξονες που αφορούν, κατά βάση, τους δείκτες διαφθοράς της χώρας, είτε άμεσα (77η στην κατάταξη στον κόσμο και τελευταία μεταξύ των χωρών της Ε.Ε), είτε έμμεσα, καθώ ς οι θεσμοί της χώρας δεν είναι καθόλου διακριτοί και τελούν, κατά γενική ομολογία, προς όφελος ιδιωτικών συμφερόντων, αντί αυτών του λαού. Καθόλου τυχαία, λοιπόν, ο λαός δεν πέφτει θύμα των (αμβλύτατων, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία) κοινωνικών ανισοτήτων, πράγμα που οδηγεί στην όλο και μικρότερη προσέλευσή του στις κάλπες για τις κοινοβουλευτικές εκλογές από το 1990 και μετά.
Πολιτικές διαμαρτυρίες εγείρονται ωστόσο και στις Πολωνία και Ουγγαρία, και συγκεκριμένα εναντίων των πολιτικών του προέδρου της μεν, Αντρέι Ντούντα και του πρωθυπουργού της δε, Βίκτορ Ορμπάν. Έχοντας ως κοινή συνισταμένη αμφότεροι μια άκρως ομοφοβική και ξενοφοβική ατζέντα, έχουν ήδη συγκεντρώσει τα βέλη τόσο των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και των εγχώριων αντιπάλων τους για τη διαρκή κώφευσή τους προς τα ευρωπαϊκά ιδανικά του κράτους δικαίου, της ετερότητας και της συνεργασίας μεταξύ των λαών της ΕΕ. Από την άλλη, εντός των τειχών τους, ο αντιπολιτευόμενος λόγος, μειώνεται δραματικά, τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά. Δεν είναι καθόλου τυχαία, η παύση διάδοσης των ιδεών που αντιτίθενται στα συντηρητικά ιδανικά τους, δεν είναι καθόλου τυχαίος, επίσης, και ο χαρακτηρισμός τους τόσο ως “λαϊκιστικές” όσο και ως “φασιστικές” με σκοπό την αποδυνάμωση τόσο του ερείσματός τους στην κοινωνία, όσο και του ειδικού πολιτικού βάρους που έχουν οι ίδιες οι λέξεις. Χάρη στο αλλόκοτο αυτό παιχνίδι με τις λέξεις και με τις έννοιες, βγάζουν εαυτούς ευνοημένους, καθώς το παίζουν μόνοι τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα “ωραιοποίησης” του αντιδημοκρατικού προφίλ και των δύο είναι η “συγγνώμη” που ζήτησε ο Ντούντα προς “όσους μπορεί να ένιωσαν προσβεβλημένοι από τις πράξεις ή τα λόγια του κατά την περασμένη θητεία” (την ίδια στιγμή που καταφερόταν ιδεολογικά, λεκτικά και πολιτικά κατά των ΛΟΑΤΚΙ) και η άρση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, μετά από τρεις μήνες στην Ουγγαρία, η οποία έδινε στην ιδιότυπη κοινοβουλευτική δικτατορία του Όρμπαν το δικαίωμα “παγώματος” της εκλογικής διαδικασίας.
Η έκρυθμη αυτή ατμόσφαιρα έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις. Στις περιπτώσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, που αποτελούν αμφότερες κράτη-μέλη της, η Ε.Ε. έχει προειδοποιήσει, ως έσχατο μέτρο, με ενεργοποίηση του Άρθρου 7 της Ε.Ε, η οποία αποστερεί από το “απείθαρχο” (ως προς τις ιδρυτικές αξίες της Ε.Ε.) κράτος-μέλος συγκεκριμένα δικαιώματα και πρακτικές που αφορούν το σύνολο των μελών. Αρκεί όμως κάτι τέτοιο; Η ιστορία έχει δείξει επανειλημμένα ότι οι κυρώσεις αίρονται και παραγράφονται στο βωμό της πολιτικής ρητορικής και διπλωματίας.
Γι' αυτό και μιας και έχουμε όλοι μέσω της ψήφου μας την τελευταία λέξη, είναι ώρα να σταματήσουμε να κρυβόμαστε πίσω από μονοδιάστατα πλακάτ ότι “όλοι είναι ίδιοι” και ότι η πληροφόρηση που λαμβάνει “κατευθυνόμενη” βαφτίζοντας ο,τι δε μας συμφέρει “fake news”. Πίσω από κάθε είδηση και ενέργεια, τόσο ως προϊόν κάποιας ιδεολογίας, όσο και ως προς τον αντίκτυπο που θα έχει αυτή στη ζωή μας, είναι εύκολο να αντιληφθούμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας σε αυτή τη “σκακιέρα”, είτε ως πολίτες, είτε ως κράτη. Κάθε κίνηση, έχει αντίκτυπο και, μας φέρνει αντιμέτωπους με νέα δεδομένα, τα οποία είναι (και) στο χέρι μας να μην τα αποδεχόμαστε, εκ των υστέρων, παθητικά.
* Ο συνεργάτης του InVeria.gr Απόστολος Μοσχόπουλος είναι απόφοιτος Αγγλικής Φιλολογίας και αρθρογραφεί στην μόνιμη στήλη "Στήλη... Άλατος" κάθε Παρασκευή.
0 Σχόλια
Το σχόλιό σας για την ανάρτηση (παρακαλούμε να τηρούνται οι όροι που αναφέρονται στους Όρους Χρήσης της ιστοσελίδας)