Γράφει ο Παναγιώτης Δαβόρας*: Με την ευκαιρία της θέσης σε διαβούλευση του νέου νομοσχεδίου για την μεταρρύθμιση του θεσμού της Διαμεσολάβησης θα αναφερθούμε εν συντομία σε αυτήν την εναλλακτική μορφή επίλυσης διαφορών, η οποία είναι ίσως η αποτελεσματικότερη διαδικασία από θέμα κόστους, χρόνου και ανθρώπινων σχέσεων καθώς δεν υπάρχει ηττημένος αλλά διευθέτηση της διαφοράς η οποία καλύπτει τα πραγματικά συμφέροντα κάθε μέρους.
Όταν αναφερόμαστε σε μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ΕΕΔ) εννοούμε εκείνες τις αναγνωρισμένες εκ του νόμου διαδικασίες δια των οποίων μπορεί μια ανακύπτουσα (κυρίως) ιδιωτική διαφορά να επιλυθεί οριστικώς και ιδιωτικά χωρίς δικαστική συνδρομή.
Η Διαμεσολάβηση είναι μια εναλλακτική μορφή επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών που προκύπτουν στην κοινωνική ζωή όπου τα μέρη έχουν την εξουσία διαθέσεως των δικαιωμάτων τους και ορίζεται εκ του νόμου ως επιβοηθούμενη διαπραγμάτευση από ένα τρίτο ουδέτερο μέρος, τον Διαμεσολαβητή. Εκτός αυτής άλλες εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών είναι η Δικαστική Μεσολάβηση και η Διαιτησία. Εκείνο το οποίο διαφοροποιεί ουσιωδώς τη Διαμεσολάβηση από τις άλλες μορφές ΕΕΔ είναι ότι ο Διαμεσολαβητής δεν διατυπώνει καμία γνώμη ούτε εκδίδει κάποια απόφαση δεσμευτική προς τα μέρη που προσέφυγαν σε αυτόν. Μέσω της άτυπα δομημένης αυτής διαδικασίας τα μέρη αντιλαμβάνονται την αξία και τη δυνατότητα επίτευξης συμφωνίας μεταξύ τους εξωδικαστικά η οποία καλύπτει πλήρως τις ανάγκες και τα συμφέροντά τους.
Η διαμεσολάβηση εκκινεί από μια κοινή συνεδρία του Διαμεσολαβητή με τα μέρη της διαφοράς και τους νομικούς παραστάτες τους όπου γίνεται αναφορά στη διαδικασία που θα ακολουθηθεί και έπειτα ακολουθούν οι τοποθετήσεις των μερών επί της διαφοράς τους. Στη συνέχεια η κάθε πλευρά περνάει στον χώρο όπου θα πραγματοποιηθούν οι ιδιωτικές συνεδρίες της με τον Διαμεσολαβητή. Η όλη διαδικασία από την έναρξή της ως το τέλος της καλύπτεται από τη βασική αρχή της εμπιστευτικότητας για κάθε τι λεχθέν προς τον Διαμεσολαβητή, για κάθε στοιχείο της υπόθεσης αλλά και της τελικής συμφωνίας και δεσμεύει όλους όσους συμμετείχαν σε αυτήν. Ο Διαμεσολαβητής δεν μεταφέρει τίποτα από όσα του εμπιστεύεται το κάθε μέρος στο άλλο χωρίς την πρότερη ειδική και ρητή συγκατάθεση του μέρους. Ενώ εξαιτίας του εκούσιου χαρακτήρα της όλης διαδικασίας το κάθε μέρος μπορεί να αποχωρήσει από την διαδικασία οποτεδήποτε και αναιτιολόγητα. Όταν επιτευχθεί συμφωνία αυτή οριστικοποιείται σε μορφή Πρακτικού το οποίο υπογράφουν ο Διαμεσολαβητής, τα μέρη και οι νομικοί παραστάτες τους. Τα Πρακτικό διέπεται από τις διατάξεις περί συμβάσεων και επειδή έχει ισχύ ουσιαστικού δεδικασμένου για τη διαφορά η οποία επιλύεται με αυτό δύναται να κατατεθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου όπου έλαβε χώρα η Διαμεσολάβηση ώστε να αποκτήσει εκτελεστότητα.
Στο μεγαλύτερο ποσοστό των υποθέσεων που επιλέχθηκε η Διαμεσολάβηση (έως και 90%) για την επίλυση διαφοράς ο χρόνος που χρειάστηκε ήταν μόνο μια ημέρα σε αντίθεση με μια δικαστική διαδικασία η οποία μπορεί να διαρκέσει έως και 5-6 χρόνια για την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης, ενώ το κόστος είναι υποπολλαπλάσιο από την δικαστική οδό η οποία βαρύνεται με υπερβάλλοντα κόστη τελών και παραβόλων υπέρ του Δημοσίου χωρίς να προσθέσουμε σε αυτά και την αμοιβή του Δικηγόρου καθενός των διαδίκων.
Το νομοσχέδιο του ΥΔΑΔ το οποίο τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από τις 28/12/2017 έως τις 2/1/2018 μεταρρυθμίζει τον θεσμό της Διαμεσολάβησης εισάγοντας την διαδικασία αυτή υποχρεωτικά για συγκεκριμένες υποθέσεις επί ποινή απαραδέκτου πριν της προσφυγής στο Δικαστήριο. Ο σκοπός του νόμου είναι προφανώς πολλαπλός, αφενός η αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και αφετέρου η εμπέδωση της αποτελεσματικότητας του θεσμού αυτού στην ελληνική κοινωνία. Οι υποθέσεις οι οποίες υποχρεωτικά θα υπάγονται στην διαδικασία της Διαμεσολάβησης σε δώδεκα μήνες από της ψήφισης και δημοσίευσης του προς διαβούλευση νομοσχεδίου είναι οι διαφορές από οροφοκτησία, αποζημίωσης από αυτοκινητικά ατυχήματα, από αμοιβές, οι οικογενειακές διαφορές πλην εξαιρέσεων, οι εργατικές διαφορές πλην εξαιρέσεων, απαιτήσεις αποζημίωσης ασθενών ή οικείων τους από ιατρούς, διαφορές από προσβολή σημάτων, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, βιομηχανικών σχεδίων ή υποδειγμάτων, διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου και τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου, οι διαφορές από πρακτορεία χρηματικών απαιτήσεων, συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, συμβάσεις δικαιόχρησης και άλλες δανειακές συμβάσεις μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων και φυσικών ή νομικών προσώπων, όταν η σχετική απαίτηση του δανειστή δεν είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια ή ειδικό προνόμιο, οι διαφορές από χρηματιστηριακές συμβάσεις και οι διαφορές από την χορήγηση και την χρήση πιστωτικών καρτών.
Η αποτελεσματικότητα του θεσμού της Διαμεσολάβησης έχει ήδη εμπεδωθεί στο εξωτερικό και ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ όπου η συντριπτική πλειονότητα των ιδιωτικών διαφορών επιλύεται πλέον αποκλειστικά με αυτόν τον τρόπο ο οποίος θεωρείται ως ο ιδανικότερος σε ένα περιβάλλον ανταγωνιστικής οικονομίας όπου οι δυνάμεις καθενός παίκτη πρέπει να επικεντρώνονται στη μεγιστοποίηση της ευημερίας του και να μην αναλώνονται σε χρονοβόρες και κοστοβόρες διαδικασίες.
* Ο Παναγιώτης Δημοσθ. Δαβόρας είναι Δικηγόρος και Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής του ΥΔΑΔ με έδρα τη Βέροια
Όταν αναφερόμαστε σε μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ΕΕΔ) εννοούμε εκείνες τις αναγνωρισμένες εκ του νόμου διαδικασίες δια των οποίων μπορεί μια ανακύπτουσα (κυρίως) ιδιωτική διαφορά να επιλυθεί οριστικώς και ιδιωτικά χωρίς δικαστική συνδρομή.
Η Διαμεσολάβηση είναι μια εναλλακτική μορφή επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών που προκύπτουν στην κοινωνική ζωή όπου τα μέρη έχουν την εξουσία διαθέσεως των δικαιωμάτων τους και ορίζεται εκ του νόμου ως επιβοηθούμενη διαπραγμάτευση από ένα τρίτο ουδέτερο μέρος, τον Διαμεσολαβητή. Εκτός αυτής άλλες εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών είναι η Δικαστική Μεσολάβηση και η Διαιτησία. Εκείνο το οποίο διαφοροποιεί ουσιωδώς τη Διαμεσολάβηση από τις άλλες μορφές ΕΕΔ είναι ότι ο Διαμεσολαβητής δεν διατυπώνει καμία γνώμη ούτε εκδίδει κάποια απόφαση δεσμευτική προς τα μέρη που προσέφυγαν σε αυτόν. Μέσω της άτυπα δομημένης αυτής διαδικασίας τα μέρη αντιλαμβάνονται την αξία και τη δυνατότητα επίτευξης συμφωνίας μεταξύ τους εξωδικαστικά η οποία καλύπτει πλήρως τις ανάγκες και τα συμφέροντά τους.
Η διαμεσολάβηση εκκινεί από μια κοινή συνεδρία του Διαμεσολαβητή με τα μέρη της διαφοράς και τους νομικούς παραστάτες τους όπου γίνεται αναφορά στη διαδικασία που θα ακολουθηθεί και έπειτα ακολουθούν οι τοποθετήσεις των μερών επί της διαφοράς τους. Στη συνέχεια η κάθε πλευρά περνάει στον χώρο όπου θα πραγματοποιηθούν οι ιδιωτικές συνεδρίες της με τον Διαμεσολαβητή. Η όλη διαδικασία από την έναρξή της ως το τέλος της καλύπτεται από τη βασική αρχή της εμπιστευτικότητας για κάθε τι λεχθέν προς τον Διαμεσολαβητή, για κάθε στοιχείο της υπόθεσης αλλά και της τελικής συμφωνίας και δεσμεύει όλους όσους συμμετείχαν σε αυτήν. Ο Διαμεσολαβητής δεν μεταφέρει τίποτα από όσα του εμπιστεύεται το κάθε μέρος στο άλλο χωρίς την πρότερη ειδική και ρητή συγκατάθεση του μέρους. Ενώ εξαιτίας του εκούσιου χαρακτήρα της όλης διαδικασίας το κάθε μέρος μπορεί να αποχωρήσει από την διαδικασία οποτεδήποτε και αναιτιολόγητα. Όταν επιτευχθεί συμφωνία αυτή οριστικοποιείται σε μορφή Πρακτικού το οποίο υπογράφουν ο Διαμεσολαβητής, τα μέρη και οι νομικοί παραστάτες τους. Τα Πρακτικό διέπεται από τις διατάξεις περί συμβάσεων και επειδή έχει ισχύ ουσιαστικού δεδικασμένου για τη διαφορά η οποία επιλύεται με αυτό δύναται να κατατεθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου όπου έλαβε χώρα η Διαμεσολάβηση ώστε να αποκτήσει εκτελεστότητα.
Στο μεγαλύτερο ποσοστό των υποθέσεων που επιλέχθηκε η Διαμεσολάβηση (έως και 90%) για την επίλυση διαφοράς ο χρόνος που χρειάστηκε ήταν μόνο μια ημέρα σε αντίθεση με μια δικαστική διαδικασία η οποία μπορεί να διαρκέσει έως και 5-6 χρόνια για την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης, ενώ το κόστος είναι υποπολλαπλάσιο από την δικαστική οδό η οποία βαρύνεται με υπερβάλλοντα κόστη τελών και παραβόλων υπέρ του Δημοσίου χωρίς να προσθέσουμε σε αυτά και την αμοιβή του Δικηγόρου καθενός των διαδίκων.
Το νομοσχέδιο του ΥΔΑΔ το οποίο τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από τις 28/12/2017 έως τις 2/1/2018 μεταρρυθμίζει τον θεσμό της Διαμεσολάβησης εισάγοντας την διαδικασία αυτή υποχρεωτικά για συγκεκριμένες υποθέσεις επί ποινή απαραδέκτου πριν της προσφυγής στο Δικαστήριο. Ο σκοπός του νόμου είναι προφανώς πολλαπλός, αφενός η αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και αφετέρου η εμπέδωση της αποτελεσματικότητας του θεσμού αυτού στην ελληνική κοινωνία. Οι υποθέσεις οι οποίες υποχρεωτικά θα υπάγονται στην διαδικασία της Διαμεσολάβησης σε δώδεκα μήνες από της ψήφισης και δημοσίευσης του προς διαβούλευση νομοσχεδίου είναι οι διαφορές από οροφοκτησία, αποζημίωσης από αυτοκινητικά ατυχήματα, από αμοιβές, οι οικογενειακές διαφορές πλην εξαιρέσεων, οι εργατικές διαφορές πλην εξαιρέσεων, απαιτήσεις αποζημίωσης ασθενών ή οικείων τους από ιατρούς, διαφορές από προσβολή σημάτων, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, βιομηχανικών σχεδίων ή υποδειγμάτων, διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου και τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου, οι διαφορές από πρακτορεία χρηματικών απαιτήσεων, συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, συμβάσεις δικαιόχρησης και άλλες δανειακές συμβάσεις μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων και φυσικών ή νομικών προσώπων, όταν η σχετική απαίτηση του δανειστή δεν είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια ή ειδικό προνόμιο, οι διαφορές από χρηματιστηριακές συμβάσεις και οι διαφορές από την χορήγηση και την χρήση πιστωτικών καρτών.
Η αποτελεσματικότητα του θεσμού της Διαμεσολάβησης έχει ήδη εμπεδωθεί στο εξωτερικό και ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ όπου η συντριπτική πλειονότητα των ιδιωτικών διαφορών επιλύεται πλέον αποκλειστικά με αυτόν τον τρόπο ο οποίος θεωρείται ως ο ιδανικότερος σε ένα περιβάλλον ανταγωνιστικής οικονομίας όπου οι δυνάμεις καθενός παίκτη πρέπει να επικεντρώνονται στη μεγιστοποίηση της ευημερίας του και να μην αναλώνονται σε χρονοβόρες και κοστοβόρες διαδικασίες.
* Ο Παναγιώτης Δημοσθ. Δαβόρας είναι Δικηγόρος και Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής του ΥΔΑΔ με έδρα τη Βέροια
0 Σχόλια
Το σχόλιό σας για την ανάρτηση (παρακαλούμε να τηρούνται οι όροι που αναφέρονται στους Όρους Χρήσης της ιστοσελίδας)