Γράφει ο Παναγιώτης Δαβόρας*: Η πράξη βεβαίωσης παράβασης και επιβολής προστίμου, ή αλλιώς «κλήση», βεβαιώνεται και συμπληρώνεται από το αρμόδιο αστυνομικό όργανο, το οποίο καταλαμβάνει επ’ αυτοφώρω τον παραβάτη – οδηγό.
Αφού βεβαιωθεί η παράβαση α) είτε παραλαμβάνεται, αφού υπογραφεί από τον παραβάτη – οδηγό, το στέλεχος της κλήσης, β) είτε επιδίδεται αρμοδίως στον παραβάτη σε περίπτωση που δεν υπογράψει στο στέλεχος, και γ) είτε τοποθετείται στον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου, εφόσον δεν είναι παρών ο παραβάτης για να την παραλάβει (π.χ. σε περίπτωση παράνομης στάθμευσης).
Αφού βεβαιωθεί η παράβαση α) είτε παραλαμβάνεται, αφού υπογραφεί από τον παραβάτη – οδηγό, το στέλεχος της κλήσης, β) είτε επιδίδεται αρμοδίως στον παραβάτη σε περίπτωση που δεν υπογράψει στο στέλεχος, και γ) είτε τοποθετείται στον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου, εφόσον δεν είναι παρών ο παραβάτης για να την παραλάβει (π.χ. σε περίπτωση παράνομης στάθμευσης).
Στην πίσω πλευρά του στελέχους της πράξης βεβαιώσεως παράβασης αναφέρεται «Ο παραβάτης της παρούσας Έκθεσης μπορεί να εμφανισθεί εντός τριών ημερών από την επίδοση ή βεβαίωση της παράβασης κατά τις ώρες γραφείου, στον Διοικητή της Υπηρεσίας που ανήκει ο Αστυνομικός ο οποίος βεβαίωσε την παράβαση και να εκθέσει τυχόν αντιρρήσεις του». Επομένως γνωστοποιείται στο σώμα της πράξης η δυνατότητα στον φερόμενο ως παραβάτη να εκθέσει τις αντιρρήσεις του σχετικά με την εις βάρος του βεβαιωθείσα παράβαση. Εφόσον προβληθούν βάσιμοι λόγοι αντιρρήσεων από τον παραβάτη ανακαλείται η «κλήση» και αίρονται όλες οι επαχθείς έννομες συνέπειές της (π.χ. καταβολή προστίμου, παράδοση πινακίδων κλπ).
Η εμπρόθεσμη προβολή των αντιρρήσεων (εντός 3 ημερών από την παράβαση) συνεπάγεται τη διακοπή της δεκαήμερης προθεσμίας καταβολής του ημίσεως επιβαλλόμενου προστίμου και έως της αποφάσεως του διοικητή της Τροχαίας επ’ αυτών. Αφού μελετήσουμε προσεκτικά την οδοσήμανση και έπειτα το στέλεχος της κλήσης μπορούμε να αντιληφθούμε αν υπάρχουν πλημμέλειες κατά την συμπλήρωσή του από το αστυνομικό όργανο. Η κλήση πρέπει να αναγράφει σωστά τα στοιχεία εκείνα τα οποία προσδιορίζουν: το όχημα (χρώμα, αριθμό πινακίδων κλπ), τα στοιχεία του παραβάτη, εφόσον είναι παρών, τα στοιχεία του βεβαιούντος αστυνομικού οργάνου και την υπογραφή του, τον προσδιορισμό της θέσης του οχήματος (οδό και αριθμό) και τη σήμανση του δρόμου (εφόσον πρόκειται για παράνομη στάθμευση), την αιτία της παράβασης και το διοικητικό πρόστιμο. Ακόμη και όταν η συμπλήρωση της πράξης βεβαιώσεως της παραβάσεως εκ πρώτης όψεως φαίνεται νομότυπη πολλές φορές έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του ΚΟΚ (Ν. 2696/1999, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει). Εφόσον το στέλεχος της κλήσης δεν αναγράφει, κατά περίπτωση, τα ανωτέρω η πράξη βεβαιώσεως της παραβάσεως καθίσταται ακυρωτέα.
Σε εκείνη την περίπτωση που είναι ιδιαίτερα επαχθείς οι δυσμενείς συνέπειες της παραβάσεως και ο φερόμενος ως παραβάτης έχεις βάσιμους λόγους ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας βεβαιώσεως αλλά και ακόμη ως προς την ύπαρξη της παράβασης, δύναται να προσφύγει στο κατά τόπον αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο για την ακύρωσή της. Η παραπάνω περιγραφόμενη διαδικασία προβολής αντιρρήσεων είναι απαραίτητο να τηρηθεί διότι αποτελεί προϋπόθεση για το παραδεκτό της μετέπειτα προσφυγής του στα διοικητικά δικαστήρια. Εάν παρέλθει άπρακτη η τριήμερη προθεσμία τότε το μοναδικό ένδικο βοήθημα το οποίο δύναται να ασκηθεί είναι η ανακοπή κατά της εκτελέσεως της πράξης βεβαιώσεως προστίμου, κατά τη συζήτηση του οποίου εξετάζεται και η νομιμότητά της.
0 Σχόλια
Το σχόλιό σας για την ανάρτηση (παρακαλούμε να τηρούνται οι όροι που αναφέρονται στους Όρους Χρήσης της ιστοσελίδας)