Παρουσιάστηκε στη Βέροια το βιβλίο του Γ. Δάμτσιου «Μέχρι την τελευταία του ανάσα»

Παρουσιάστηκε το απόγευμα της Τετάρτης 27/1 στον πολυχώρο Ελιά στη Βέροια και υπό τους ήχους ατμοσφαιρικής μουσικής, το βιβλίο του Γιώργου Δάμτσιου «Μέχρι την τελευταία του ανάσα».

Πρόκειται για την πρώτη λογοτεχνική εμφάνιση του συγγραφέα, που τολμά με ένα είδος, το ατμοσφαιρικό, μεταφυσικό θρίλερ, όχι τόσο διαδεδομένο για τα ελληνικά δεδομένα. 

Για το βιβλίο μίλησαν ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και εκδότης της εφημερίδας «Η Άλλη Άποψη» της Ημαθίας Αλέκος Χατζηκώστας και ο δημοσιογράφος Ζήσης Πατσίκας, ενώ αποσπάσματα του βιβλίου διάβασε ο Νίκος Κουρουζίδης, φιλόλογος και ηθοποιός στη θεατρική ομάδα «Έκφραση» του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας. Το συντονισμό και την παρουσίαση της εκδήλωσης ανέλαβε ο δημοσιογράφος Αντώνης Χατζηκυριακίδης.

Ο Ζήσης Πατσίκας υπογράμμισε: «Η χρονιά μου ξεκίνησε με το βιβλίο του Γιώργου Δάμτσιου, ένα βιβλίο που μπορεί να σε ταξιδέψει, με εξοντωτικά περιγραφικές εικόνες που συνδέει με μαεστρία ο συγγραφέας. Ο τόπος μας έχει αναδείξει σημαντικά συγγραφικά επιτεύγματα και συγγραφείς, με κοινή αναφορά στην πολιτιστική κληρονομιά και την παράδοση του τόπου μας. Ελάχιστοι τόλμησαν τη μυθοπλασία, κάτι πιο μοντέρνο. Ένα επόμενο βήμα είναι η μετάφραση του βιβλίου για να συνεχιστεί και σε άλλους τόπους. Είναι θέμα χρόνου να ξεπεράσει τα όρια της Βέροιας».

Με μια αναφορά σε ένα αξέχαστο τραγικό γεγονός που συγκλόνισε τον πλανήτη, πήρε το λόγο ο Γιώργος Δάμτσιος. Ένα ντοκιμαντέρ για το τσουνάμι στον Ινδικό Ωκεανό και οι εκατομμύρια άνθρωποι που μέσα σε μια στιγμή άλλαξε η ζωή τους, ήταν η τροφή για το βιβλίο. «Πως ένα άσχημο παιχνίδι της μοίρας από τη μια στιγμή στην άλλη αλλάζει τη ζωή σου. Η ιστορία της μητέρας που αναγκάστηκε να θυσιάσει ένα παιδί για να μη χάσει και τα δυο, με βάλανε σε σκέψεις για το απίστευτο δίλημμα στο οποίο μπορεί να μπει ένας άνθρωπος. Όλα αυτά αποτέλεσαν τροφή για το βιβλίο», ανέφερε ο συγγραφέας, ο οποίος στη συνέχεια δέχθηκε ερωτήσεις από το κοινό.

Κατά την παρέμβαση του ο Αλέκος Χατζηκώστας έκανε μία γενικότερη αναφορά στο είδος αυτός της Λογοτεχνίας που χαρακτηρίζεται ως «τρόμου», «φαναστική» ή «νεογκότθικ» τονίζοντας: Ανάμεσα στα πολλά λογοτεχνικά είδη υπάρχει και ένα που εκφράζει το μυστήριο, το υπερφυσικό, τον θάνατο, την τρέλα και στοιχειώνει τη φαντασία του αναγνώστη  με φαντάσματα, στοιχειωμένα σπίτια και σκοτάδι. Η γοτθική λογοτεχνία έλκει τις ρίζες της από την πιο ζοφερή εποχή του Μεσαίωνα, την εποχή του “μαύρου θανάτου”, για αυτό και εκφράζει τους πιο σκοτεινούς και μύχιους φόβους του ανθρώπου. Μέσα από τις σελίδες των βιβλίων που ανήκουν στο είδος αυτό, ο αναγνώστης ταξιδεύει μέσα σε ένα κόσμο που ο τρόμος με τον ρομαντισμό μπλέκονται σε ένα γοητευτκό και μακάβριο γαϊτανάκι.Η γοτθική λογοτεχνία αποτελεί ένα είδος που συνδυάζει στοιχεία τρόμου και ρομαντισμού. Σαν είδος θεωρείται πως εφευρέθηκε από τον Άγγλο συγγραφέα Οράτιο Γουάλπολ, ο οποίος συνέγραψε το 1764 το μυθιστόρημα «Το Κάστρο του Οτράντο».Εχει γίνει χρήση αυτής της λέξης, 'γοτθικός', για να χαρακτηριστεί η μεσαιωνική τέχνη, και περισσότερο η αρχιτεκτονική. Ο όρος δεν είναι πάντα υποτιμητικός, ακόμα και άν, για αρκετούς μορφωμένους και γνώστες της ρωμαϊκής κουλτούρας, η γοτθική τέχνη φαινόταν, παρότι επιβλητική, κάπως βάρβαρη.
Κυρίαρχα μοτίβα του είδους είναι ο τρόμος (φυσικός και ψυχολογικός), το μυστήριο, το υπερφυσικό, τα φαντάσματα, τα στοιχειωμένα σπίτια, η γοτθική αρχιτεκτονική, τα κάστρα, το σκότος, ο θάνατος, η τρέλα, τα μυστικά και οι κληρονομούμενες κατάρες.
Σχεδόν στο σύνολό της, η σύγχρονη λογοτεχνία τρόμου αδιαμφισβήτητα οφείλει πολλά στη μακρά παράδοση του γοτθικού στοιχείου, το οποίο αποδεικνύεται διαχρονικό, αν και οι μορφές του εναλλάσσονται ανά τις περιόδους, διατηρώντας, ωστόσο, το αιώνιο στοιχείο του σκοταδιού. Το κλασικό μοτίβο του «επιβλητικού μεσαιωνικού κάστρου» παλιότερων εποχών, βέβαια, έχει σχεδόν εκλείψει, αλλά η μεταγενέστερη εκδοχή του, το «στοιχειωμένο σπίτι», υφίσταται ακόμη και μάλλον θα συνεχίσει.
Οι καιροί που βιώνουμε είναι άκρως σκοτεινοί. Ανά τους αιώνες από την απομυθοποίηση του κλασικισμού φτάσαμε στην αποθέωση του ρομαντισμού και του σκοταδιού, και γνωρίσαμε όχι μόνο τον τρόμο αλλά και τη βαθύτερη ομορφιά του, εντρυφώντας σε έναν προβληματισμό που αγγίζει πολλαπλά πεδία
Στη σημερινή εποχή η γοτθική αισθητική γνωρίζει πρωτοφανή αναβίωση. μια εποχή που η αισθητική και η φιλοσοφία του γκόθικ έχει αναβιώσει μέσα από τη μουσική, τον κινηματογράφο και φυσικά τη λογοτεχνία. Το γκόθικ σαν φιλοσοφία είναι διαχρονικό, επίκαιρο αλλά και πολυμορφικό – επισήμως ξεκίνησε από την κλασική λογοτεχνία τρόμου του 18ου αιώνα και έφτασε μέχρι τη σύγχρονη εναλλακτική κουλτούρα, τη μουσική και τον κινηματογράφο ακριβώς γιατί ο προβληματισμός και η ενατένισή του έχουν βάθος αλλά και πλατιά απήχηση.
Από το 19ο αιώνα ως σήμερα σε εποχές συγκρούσεων, αμφισβήτησης και καταπίεσης υπήρξε τρόπος διοχέτευσης της καταπιεσμένης δημιουργικότητας ποιητών όπως ο Λόρδος Βύρων και ο Πέρσυ Σέλλευ, καλλιτεχνών, και κυρίως των νέων όπως ακριβώς η λογοτεχνία φαντασίας και η αντικουλτούρα γενικότερα. Έχει εμπνεύσει καλλιτεχνικά κινήματα όπως ο ρομαντισμός και ο υπερρεαλισμός καθώς και τη σύγχρονη εναλλακτική αισθητική. 
Ίσως η απάντηση για τη μόνιμη επανεμφάνισή του στους αιώνες είναι ακριβώς αυτή η ομορφιά και η έλξη που ασκεί το σκοτεινό απόκοσμο στοιχείο και κυρίως η δυνατότητα διερεύνησης των απόκρυφων περιοχών της ανθρώπινης ύπαρξης: η σεξουαλικότητα, η βία, η τρέλα, η σύγκρουση καλού και κακού, διαφθοράς και αθωότητας, ο φόβος του υπερφυσικού, ο θάνατος. Η γοτθική λογοτεχνία έχει αγγίξει μια πολύ ευρεία θεματολογία που κυμαίνεται από τη μεταφυσική αγωνία του ατόμου έως βασικά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα όπως η σύγκρουση του συντηρητικού στοιχείου με τις προοδευτικές δυνάμεις, της θρησκείας και της οικογένειας με την ατομική συνείδηση και είναι ίσως το πρώτο είδος που συστηματικά ασχολήθηκε με τη γυναικεία χειραφέτηση (female gothic), δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη σύγχρονη εποχή στο θέμα της κοινωνικής αποξένωσης και της τρέλας (postmodern gothic) ενώ πολλοί υποστηρίζουν πως υπήρξε ο γεννήτορας της επιστημονικής φαντασίας λόγω του«Φρανκενστάιν» της Μαίρης Σέλλευ∙Υπό την ευρεία έννοια, λογοτεχνία του φανταστικού είναι εκείνη η λογοτεχνία της οποίας η θεματική διαπραγματεύεται συνήθως φαινόμενα και γεγονότα που δεν έχουν συμβεί, δεν συμβαίνουν, κι ούτε μπορούν να συμβούν, στην ρεαλιστική πραγματικότητα. Είναι δηλαδή εκείνη η λογοτεχνία της οποίας το περιεχόμενο χαρακτηρίζεται πάντα από την σύγκρουση ορθολογικού-ανορθολογικού, δηλαδή από μία ‘‘αφύσικη’’ εισβολή στο ‘‘φυσιολογικό’’ πλαίσιο, και σχετίζεται μάλλον με την ανάγκη μεταστοιχείωσης και επαναδημιουργίας του κόσμου μέσα από τις ελευθερίες και τις δυνατότητες που παρέχει η φαντασία.
Στην Ελλάδα η λογοτεχνία κλασικού και σύγχρονου τρόμου θεωρείται σταθερά ανερχόμενη τα τελευταία χρόνια. Το γοτθικό στοιχείο ειδικά στη λογοτεχνία και όχι μόνο, παρέχει ένα μεγάλο πεδίο έρευνας και η γοτθική λογοτεχνία διαθέτει ένα διόλου περιορισμένο εύρος τίτλων, περιλαμβάνοντας έργα κλασικού και σύγχρονου τρόμου και μυστηρίου, fantasy, επιστημονικής φαντασίας, ποίηση, θέατρο αλλά και κλασικά και σύγχρονα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας
Η «λογοτεχνία του φανταστικού» είναι είδος με δική του μορφή και δικά του σύμβολα. Ο όρος «φανταστικό», που τη διαχωρίζει από τα άλλα είδη, αναφέρεται συνήθως σε φαινόμενα που δεν έχουν συμβεί, δεν συμβαίνουν, ούτε και θα μπορούσαν να συμβούν, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της επιστήμης. Το φιλοσοφικό υπόβαθρο του φανταστικού, που χαρακτηρίζεται πάντα από τη σύγκρουση ορθολογικού-ανορθολογικού, δηλαδή από την εισβολή του “αφύσικου” στο “φυσιολογικό”, σχετίζεται ίσως με την ανάγκη μεταστοιχείωσης και επαναδημιουργίας του κόσμου, με τις ελευθερίες και τις δυνατότητες που παρέχει η φαντασία.
Στην χώρα μας, κατά τα παρελθόντα χρόνια, η φανταστική λογοτεχνία είχε υποτιμηθεί αρκετά ως λογοτεχνικό πεδίο, χαρακτηριζόμενη απλά ως ‘‘λογοτεχνία φυγής’’ ή ‘‘παραλογοτεχνία’’, με αποτέλεσμα να αποτελεί ένα παραμελημένο ή ακόμη κι αγνοημένο είδος για την εγχώρια παραγωγή. Παράγοντες που να δικαιολογούν αυτό το γεγονός μπορούν εύκολα να αναζητηθούν στο ταραγμένο κοινωνικοπολιτικό παρελθόν της χώρας μας, που έστρεφε το ενδιαφέρον των δημιουργών σε πιο ρεαλιστικές και ιστορικής βαρύτητας θεματικές, αλλά και στις αφρόντιστες μεταφράσεις και στις κατά κανόνα ακαλαίσθητες εκδόσεις των ξενόγλωσσων έργων φαντασίας, που κυκλοφορούσαν κατά βάση από μικρούς ή ερασιτεχνικούς εκδοτικούς οίκους κι ήταν φυσικό να προκαλούν τον απωθητικό σκεπτικισμό προς το είδος.Ωστόσο, το σκηνικό αυτό φαίνεται πως έχει αρχίσει να μεταβάλλεται τα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία παρατηρείται μια σημαντική αλλαγή όσον αφορά στην αναγνώριση και στην έκδοση της φανταστικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Με δειλά βήματα στην αρχή και πιο γενναία στην συνέχεια, η λογοτεχνία του φανταστικού κερδίζει ολοένα το ενδιαφέρον κοινού, κριτικών και συγγραφέων, κι αρχίζει σταδιακά να αποκτά την θέση που της αξίζει στα ράφια των βιβλιοπωλείων.»
Αναφερόμενος στο περιεχόμενο του βιβλίου αφού σημείωσε ότι κινείται στο πλαίσιο των ταινιών «Το μωρό της Ρόζμαρυ» και «Προφητεία» σημείωσε: «Ο συγγραφέας ξεδιπλώνει την ιστορία του ξεκινώντας media res με τον διάλογο ανάμεσα στον Ρομπ και τον ψυχίατρο προκειμένου να διερευνηθούν οι αιτίες-συνθήκες της μετατροπής του σε εγκληματική φυσιογνωμία. Ευδιάκριτη η αληθοφάνεια της συνεδρίας-ανάκρισης καθώς ακολουθεί πιστά τους κανόνες που απαιτεί στοιχείο που αναδεικνύει τη γνώση του συγγραφέας των ανακριτικών διαδικασιών αλλά και των ψυχογραφικών κανόνων. Εξάλλου πέρα από τη σκηνή αυτή η διείσδυση στα μύχια της ψυχής των ηρώων  αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του κειμένου και ίσως μια από τις επιδιώξεις του συγγραφέα.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος παρουσιάζεται από έναν παντογνώστη αφηγητή που καθώς έχει την πλήρη εποπτεία του αφηγηματικού υλικού μπαίνει στον πειρασμό να σχολιάσει, να αξιολογήσει π.χ : «Η αλήθεια ήταν ότι ο γιατρός Τζόοιυνς δεν ήταν κακόψυχος άνθρωπος και δεν του άξιζε μια τέτοια συμπεριφορά μόνο και μόνο επειδή είχε επωμιστεί με το καθήκον να βρίσκεται στην απέναντι πλευρά».
Εντούτοις η αφήγηση εξελίσσεται σχεδόν ισσόροπα με το διάλογο που επιτρέπει σον αναγνώστη να παρακολουθήσει τους ήρωες μέσα από τα λόγια τους και τις σκέψεις τους χτίζοντας έτσι το ήθος τους με δυναμικό τρόπο.
Αλλά και η περιγραφή που σαφώς χρησιμοποιείται λελογισμένα εξυπηρετεί την ανάγκη παρουσίασης των προσώπων και αποτύπωσης της ατμόσφαιρας που ο συγγραφέας θέλει να δημιουργεί σε κάθε περίπτωση. Χαρακτηριστικά διαβάζουμε: «Έμοιαζε να έχει πατήσει προσφάτως τα εξήντα, ενώ σχεδόν κραύγαζε ότι είχε ζήσει μια ζωή δίχως ιδιαίτερη χειρωνακτική εργασία αφού αν και ήταν υπέρβαρος, ήταν αρκετά πλαδαρός και αγύμναστος. Το πρόσωπο του είχε μόνο κάποιες βασικές ρυτίδες από τις γκριμάτσες της καθημερινότητας τους» Ωστόσο και ο αφηγηματικός χρόνος δεν είναι ευθύγραμμος, αλλά κινείται σε διαφορετικά χρονικά επίπεδα. Έτσι ενώ η υπόθεση ξεκινά από το χρονικό επίπεδο του παρόντος της ανάκρισης, με μια αναδρομική αφήγηση αναμοχλεύεται η ζωή του Ρομπ οπότε πιάνεται το νήμα της εξιστόρησης των γεγονότων από την αρχή καθιστώντας έτσι τον αναγνώστη αυτόπτη μάρτυρα της ιστορίας μέχρι τέλους. Παράλληλα περιορίζεται έως και εκμηδενίζεται η παρουσία του ετεροδιηγηματικού αφηγητή και οι ήρωες είναι ταυτόχρονα και οι κύριες αφηγηματικές περσόνες που μας παρουσιάζουν τις συγκρούσεις τους, τις εναγώνιες προσπάθειες τους να βρουν απαντήσεις για τη ζωή, την αγάπη και τη ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης και το βαθμό που είναι αυτή εφικτή.»

Τέλος με αφορμή το επάγγελμα του συγγραφέα (Σώματα Ασφαλείας) σημείωσε ότι σπάει τα στερεότυπα ότι ο συγκεκριμένος κλάδος δεν έχει σχέση με τη λογοτεχνία, τον προέτρεψε να συνεχίσει, ενώ για τους παρευρισκόμενους συναδέλφους παρότρυνε αφού διαβάσουν το βιβλίο να συνεχίσουν την ανάγνωση και άλλων λογοτεχνικών βιβλίων γιατί μόνο έτσι μπορεί να συμβάλει κανείς στον αγώνα για «ν’ ανθρωπεύσει ο άνθρωπος»

Πηγή: alli-apopsi.gr

Κάντε LIKE στη σελίδα του InVeria.gr και...
μείνετε ενημερωμένοι για όλα!

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια

Κάντε LIKE στη σελίδα του InVeria.gr και...  μείνετε ενημερωμένοι για όλα!
Η αναδημοσίευση αναρτήσεων ή η χρήση πληροφορίων του InVeria.gr 
επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή, με ενεργό σύνδεσμο