Η υπακρωμιακή θυλακίτιδα είναι μια σχετικά «ύπουλη» πάθηση πολύ συχνή στον πληθυσμό και ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες ηλικίες χωρίς να εξαιρούνται και άτομα νεότερης ηλικίας.
Η περιοχή του ώμου μας περιβάλλεται από μύες οι οποίοι αποτελούν το λεγόμενο στροφικό περικάλυμμα και σταθεροποιούν τη διάρθρωση αυτή. Φυσιολογικά η τριβή μεταξύ των τενόντων των συγκεκριμένων μυών και των οστών της περιοχής του ώμου, όπως το ακρώμιο που αποτελεί ένα σχετικά «γαμψό» τμήμα της ωμοπλάτης, εξαλείφεται από τον υπακρωμιακό θύλακο.
Ο υπακρωμιακός θύλακος είναι ένας μικρός σάκος με υγρό που παρεμβάλλεται ανάμεσα στους τένοντες και στο ακρώμιο εμποδίζοντας την τριβή μεταξύ τους. Ωστόσο όταν ο θύλακος αυτός φλεγμαίνει, ο τένοντας του υπερακανθίου μυός ο οποίος βρίσκεται στο ανώτερο μέρος του στροφικού περικαλύμματος έρχεται σε επαφή με το ακρώμιο με αποτέλεσμα τη φθορά του με κάθε κίνηση του ώμου, όπως ένα σχοινί φθείρεται όταν τρίβεται συνεχώς σε με άλλη επιφάνεια.
Το αποτέλεσμα είναι η πρόκληση τενοντίτιδας του υπερακανθίου η οποία επεκτείνεται και στους τένοντες των υπολοίπων μυών του στροφικού περικαλύμματος. Σε προχωρημένες καταστάσεις η απουσία θεραπευτικών παρεμβάσεων μπορεί να οδηγήσει σε οριστική ρήξη του τένοντα του υπερακανθίου κάτι που προκαλεί ανικανότητα στην έναρξη της απαγωγής του βραχίονα.
Τα ακριβή αίτια της υπακρωμιακής θυλακίτιδας δεν έχουν διευκρινιστεί, ωστόσο εκτός από ορισμένα αθλήματα που προκαλούν κόπωση των ώμων (όπως άρση βαρών), η παρατεταμένη κόπωση των άνω άκρων πάνω από το επίπεδο του κεφαλιού ενοχοποιείται για την πρόκληση θυλακίτιδας, καθώς έχουν παρατηρηθεί και περιστατικά αυτόματης προσβολής.
Τα κύρια συμπτώματα της υπακρωμιακής θυλακίτιδας είναι πόνος γύρω από την άρθρωση του ώμου συνήθως με αντανάκλαση στο βραχίονα, προοδευτική έναρξη με διαρκή επιδείνωση, συνήθως νυκτερινός πόνος, οξύτερος σε κινήσεις προβολής του άνω άκρου και σε κινήσεις με έσω στροφή, σε ηλικίες συνήθως 35-40 ετών και άνω.
Η θεραπεία μπορεί να είναι συντηρητική ή και χειρουργική σε περιπτώσεις ρήξης του τένοντα του υπερακανθίου ή σε αποτυχία της συντηρητικής θεραπείας.
Η συντηρητική θεραπεία περιλαμβάνει:
Αποφυγή έντονης δραστηριότητας
Παγοθεραπεία
Αντιφλεγμονώδη αγωγή
Φυσικοθεραπεία (έλεγχος φλεγμονής ,ενδυνάμωση)
Τοπική έκχυση στεροειδών
Γράφει η Δήμητρα Τσιλιμίγκρα,
απόφοιτη Νοσηλευτικής
Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,
για το InVeria.gr - (www.dimimed.blogspot.gr)
0 Σχόλια
Το σχόλιό σας για την ανάρτηση (παρακαλούμε να τηρούνται οι όροι που αναφέρονται στους Όρους Χρήσης της ιστοσελίδας)