Τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης καταρρίπτει για μια ακόμη αφορά η ελληνική αγορά, καθώς εν μέσω οικονομικής ύφεσης και μείωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης οι τιμές σε σειρά προϊόντων ευρείας κατανάλωσης συνεχίζουν να αυξάνονται αποκαλύπτοντας για μια ακόμη φορά τις πολλαπλές στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας. Πέρα από τη φορολογική επιβάρυνση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα οι έμμεσοι φόροι να συμβάλλουν στην αύξηση του τιμαρίθμου σε ποσοστό 63,3%, η ακρίβεια στην Ελλάδα σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με το κόστος της εφοδιαστικής αλυσίδας, τις αναχρονιστικές διατάξεις του αγορανομικού κώδικα, αλλά και τις πολιτικές των πολυεθνικών εταιρειών με τις ενδοομιλικές συναλλαγές.
Αντιθέτως, πίσω από την αύξηση των τιμών δεν βρίσκεται -τουλάχιστον στον βαθμό που υποστηρίζεται- το υψηλό μισθολογικό κόστος, καθώς αν και τη διετία 2010-2011 καταγράφηκε μείωση των ονομαστικών μισθών κατά 6,5%, ο μέσος ετήσιος εναρμονισμένος πληθωρισμός διαμορφώθηκε το 2011 σε 3,13%, ενώ αυξήθηκαν και οι τιμές των εξαγόμενων προϊόντων κατά 5% το 2010 και 7% το 2011.
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρεία Alternative σε συνεργασία με την Υπηρεσία Εποπτείας της Αγοράς του υπουργείου Ανάπτυξης, στο πλαίσιο της οποίας έγινε η σύγκριση τιμών 67 επώνυμων προϊόντων στην Ελλάδα και σε έξι ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Βουλγαρία), η Ελλάδα είναι η 4η φθηνότερη πίσω από τη Βουλγαρία, την Ισπανία και τη Γερμανία.
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρεία Alternative σε συνεργασία με την Υπηρεσία Εποπτείας της Αγοράς του υπουργείου Ανάπτυξης, στο πλαίσιο της οποίας έγινε η σύγκριση τιμών 67 επώνυμων προϊόντων στην Ελλάδα και σε έξι ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Βουλγαρία), η Ελλάδα είναι η 4η φθηνότερη πίσω από τη Βουλγαρία, την Ισπανία και τη Γερμανία.
Σε 16 μάλιστα προϊόντα -κυρίως δημητριακά, απορρυπαντικά και είδη προσωπικής υγιεινής- η Ελλάδα είναι η ακριβότερη μεταξύ των επτά αγορών, χωρίς μάλιστα στις τιμές αυτές να συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ. Η απόκλιση των τιμών από τον μέσο όρο κυμαίνεται από 5% έως 29%, χωρίς ΦΠΑ, ενώ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ η απόκλιση φτάνει το 34%. Ακόμη όμως και στις περιπτώσεις που δεν είναι η ακριβότερη, το γενικό επίπεδο τιμών αποδεικνύεται σχετικά υψηλό, καθώς σε σύνολο 67 προϊόντων στα 35 οι τιμές είναι πάνω από τον μέσο όρο των επτά χωρών.
Οι αιτίες για αυτό το παράδοξο της ελληνικής αγοράς -σίγουρα όχι το μόνο- είναι πολλές. Οι έμμεσοι φόροι επηρεάζουν σημαντικά τις τελικές τιμές καταναλωτή και μια νέα αύξησή τους -ειδικά για τα είδη που σήμερα βρίσκονται στον χαμηλό συντελεστή του 13%- θα έχει οδυνηρές συνέπειες στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Από την ανάλυση της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου προκύπτει ότι εάν δεν ληφθεί υπόψη η επίδραση των φόρων, τότε τον Δεκέμβριο του 2011 η μεταβολή του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή θα ήταν μόλις 0,78% στην Ελλάδα. Συμπεριλαμβανομένων των φόρων η μεταβολή ήταν 2,17%.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι μεταξύ των επτά χωρών η Ελλάδα έχει τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ. Στα τρόφιμα τον χαμηλότερο συντελεστή έχει το Ηνωμένο Βασίλειο (5%), στους χυμούς η Γαλλία (5,5%) και στα υπόλοιπα είδη η Ισπανία (18%).
Έρευνα του ΙΕΛΚΑ
Σε ανάλογα συμπεράσματα για την καθοριστική επίδραση του ΦΠΑ καταλήγει και η έρευνα τιμών που διενεργεί σε τακτική βάση το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ). Ο συνολικός μέσος ετήσιος δείκτης τιμών του ΙΕΛΚΑ παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητος ανάμεσα στις δύο χρονιές (2010-2011), με μία ελάχιστη αύξηση κατά 0,37%. Αντίθετα ο δείκτης που σταθμίζεται ώστε να μην περιλαμβάνει τις αυξήσεις του ΦΠΑ εμφανίζει σημαντική μείωση κατά 1,6%.
Άλλη αιτία για τις ανισορροπίες της ελληνικής αγοράς είναι οι πρακτικές που εφαρμόζουν οι εταιρείες ως προς την τιμολόγηση των προϊόντων τους. Παρακολουθώντας στενά τη διαμόρφωση των τιμών σε σειρά προϊόντων, η Γενική Γραμματεία Εμπορίου διαπίστωσε ενδείξεις εναρμονισμένων πρακτικών ή κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης και για τον λόγο αυτό έχει στείλει προς διερεύνηση στην Επιτροπή Ανταγωνισμού φακέλους για πέντε κλαδικές και τοπικές αγορές.
Ακριβές μεταφορές, έλλειψη αποθηκών
Το κόστος μεταφοράς ενός φορτίου με φορτηγό από την Αθήνα μέχρι την Πάτρα, δηλαδή για μια απόσταση 215 χλμ., κοστίζει 382 ευρώ ή 1,78 ευρώ/χλμ. Εάν το φορτίο έχει τελικό προορισμό τη Ρόδο τότε το κόστος ανεβαίνει στα 1.900 ευρώ (!) ή 3,91 ευρώ/χλμ. Την ίδια ώρα το κόστος μιας εμπορευματικής μεταφοράς από τη Μασσαλία στο Μιλάνο, για μια απόσταση δηλαδή 587 χλμ., κοστίζει 620 ευρώ ή 1,06 ευρώ/χλμ. Την ίδια ώρα, το κόστος μεταφοράς από την Κρήτη στον Πειραιά είναι το ίδιο όσο εάν τα προϊόντα έφθαναν στον Πειραιά από την Ολλανδία.
Και μόνο τα παραπάνω παραδείγματα είναι αρκετά για να αντιληφθεί κανείς ότι καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση υψηλών τιμών στην Ελλάδα είναι και το κόστος της εφοδιαστικής αλυσίδας, το οποίο υπολογίζεται ότι συμβάλλει κατά 10%-15% στη διαμόρφωση του συνολικού κόστους του τελικού προϊόντος.
Οι αιτίες για αυτό το παράδοξο της ελληνικής αγοράς -σίγουρα όχι το μόνο- είναι πολλές. Οι έμμεσοι φόροι επηρεάζουν σημαντικά τις τελικές τιμές καταναλωτή και μια νέα αύξησή τους -ειδικά για τα είδη που σήμερα βρίσκονται στον χαμηλό συντελεστή του 13%- θα έχει οδυνηρές συνέπειες στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Από την ανάλυση της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου προκύπτει ότι εάν δεν ληφθεί υπόψη η επίδραση των φόρων, τότε τον Δεκέμβριο του 2011 η μεταβολή του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή θα ήταν μόλις 0,78% στην Ελλάδα. Συμπεριλαμβανομένων των φόρων η μεταβολή ήταν 2,17%.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι μεταξύ των επτά χωρών η Ελλάδα έχει τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ. Στα τρόφιμα τον χαμηλότερο συντελεστή έχει το Ηνωμένο Βασίλειο (5%), στους χυμούς η Γαλλία (5,5%) και στα υπόλοιπα είδη η Ισπανία (18%).
Έρευνα του ΙΕΛΚΑ
Σε ανάλογα συμπεράσματα για την καθοριστική επίδραση του ΦΠΑ καταλήγει και η έρευνα τιμών που διενεργεί σε τακτική βάση το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ). Ο συνολικός μέσος ετήσιος δείκτης τιμών του ΙΕΛΚΑ παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητος ανάμεσα στις δύο χρονιές (2010-2011), με μία ελάχιστη αύξηση κατά 0,37%. Αντίθετα ο δείκτης που σταθμίζεται ώστε να μην περιλαμβάνει τις αυξήσεις του ΦΠΑ εμφανίζει σημαντική μείωση κατά 1,6%.
Άλλη αιτία για τις ανισορροπίες της ελληνικής αγοράς είναι οι πρακτικές που εφαρμόζουν οι εταιρείες ως προς την τιμολόγηση των προϊόντων τους. Παρακολουθώντας στενά τη διαμόρφωση των τιμών σε σειρά προϊόντων, η Γενική Γραμματεία Εμπορίου διαπίστωσε ενδείξεις εναρμονισμένων πρακτικών ή κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης και για τον λόγο αυτό έχει στείλει προς διερεύνηση στην Επιτροπή Ανταγωνισμού φακέλους για πέντε κλαδικές και τοπικές αγορές.
Ακριβές μεταφορές, έλλειψη αποθηκών
Το κόστος μεταφοράς ενός φορτίου με φορτηγό από την Αθήνα μέχρι την Πάτρα, δηλαδή για μια απόσταση 215 χλμ., κοστίζει 382 ευρώ ή 1,78 ευρώ/χλμ. Εάν το φορτίο έχει τελικό προορισμό τη Ρόδο τότε το κόστος ανεβαίνει στα 1.900 ευρώ (!) ή 3,91 ευρώ/χλμ. Την ίδια ώρα το κόστος μιας εμπορευματικής μεταφοράς από τη Μασσαλία στο Μιλάνο, για μια απόσταση δηλαδή 587 χλμ., κοστίζει 620 ευρώ ή 1,06 ευρώ/χλμ. Την ίδια ώρα, το κόστος μεταφοράς από την Κρήτη στον Πειραιά είναι το ίδιο όσο εάν τα προϊόντα έφθαναν στον Πειραιά από την Ολλανδία.
Και μόνο τα παραπάνω παραδείγματα είναι αρκετά για να αντιληφθεί κανείς ότι καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση υψηλών τιμών στην Ελλάδα είναι και το κόστος της εφοδιαστικής αλυσίδας, το οποίο υπολογίζεται ότι συμβάλλει κατά 10%-15% στη διαμόρφωση του συνολικού κόστους του τελικού προϊόντος.
Πέρα από τις επιβαρύνσεις που δημιουργούσε η μη απελευθέρωση των χερσαίων μεταφορών, στην Ελλάδα τα προβλήματα σχετίζονται γενικότερα με τις ελλιπείς υποδομές στον κλάδο των logistics. Το κόστος στην Ελλάδα ανεβαίνει, διότι η απουσία εμπορευματικών σταθμών σε κομβικά σημεία σε όλη τη χώρα, π.χ. στην Κεντρική Ελλάδα, έχει ως συνέπεια ένα φορτηγό να μεταφέρει εμπόρευμα σε μια πόλη, αλλά μετά να επιστρέφει άδειο, κάτι που δεν συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Το κόστος της εφοδιαστικής αλυσίδας αυξάνεται επίσης και λόγω κάποιων περιορισμών, όπως για παράδειγμα η απαγόρευση συνδυαστικών μεταφορών νωπών με άλλα προϊόντα. Η τεχνολογία σήμερα δίνει λύσεις, ώστε να γίνονται αυτές οι μεταφορές χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η υγιεινή και η ασφάλεια των προϊόντων.
Πηγή: Καθημερινή
0 Σχόλια
Το σχόλιό σας για την ανάρτηση (παρακαλούμε να τηρούνται οι όροι που αναφέρονται στους Όρους Χρήσης της ιστοσελίδας)